Το παρακάτω παραμύθι, δεν θυμάμαι αν το διάβασα κάπου, ή το άκουσα από τη γιαγιά μου ή από ραδιοφωνική εκπομπή.Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά είναι, ότι είναι παλιό ζακυθινό. Οπότε αποκλείω τη νόνα μου, γιατί αυτή ποτές δεν μας έδινε τα στοιχεία για την ταυτότητα του παραμυθιού. Μένει λοιπόν η πιθανότητα να το διάβασα ή να το άκουσα από το ραδιόφωνο και ας μου συγχωρεθεί που δεν είμαι σε θέση να κάνω μνεία της ''πηγής'' μου.
Μία φορά και ένα καιρό, ήταν ένας ζακυνθινός, καλός άνθρωπος μα είχε πάθος με τα χαρτιά, ήταν μανιακός χαρτοπαίχτης.
Κάποια φορά η γυναίκα του κατάφερε να εξοικονομήσει πέντε δεκάρες και τον έστειλε για να ψωνίσει κάνα μπουκούνι κρέας, ψωμί και κρασί. "Μη σε πλανέσει η μοίρα σου κακομοίρη μου και κάτσεις πουθενά να χαρτοπαίξεις! Δεν έχουμε άλλη δεκάρα.'' τον ορμήνεψε και τον έσκιαξε η γυναίκα του. ''Έγνοια σου, στο μινούτο θάμαι οπίσω''
Έλα όμως που τον έτρωγε το χέρι του! Είπε λοιπόν να ρίξει μία ματία κατακείθε που έπαιζε η παρέα του.Ήτανε να μη κάμει κατά κει! Μετά δεν ήθελε και πολύ και βρέθηκε με τα χαρτία στο χέρι να παίζει τσι δεκάρες που του ΄χε δοσμένες η γυναίκα του. Ωχ, ποίος τηνε ακούει την Αντζουλίνα. Παράτησε γρήγορα γρήγορα το παιχνίδι και έφυγε τρέχοντας για το θέλημα τση γυναικός του με τσι τρεις δεκάρες που καταφέρανε να του γλιτώσουνε. Τώρα τι να πρωτοαγοράσει; Κρεάς; Ψωμι; Κρασί; Μπα για κρέας δεν σώνουνε με τίποτσις. Θα πάρει ψωμί, κρασί, δύο σαρδέλλες και πέντε-έξι ελιές! Απορροφημένος όπως ήταν με τους λογαριασμούς του πέφτει πάνω σε κάποιον που ερχόταν αντίθετά του. Ουπς ο Ιησούς Χριστός! Αμήχανος ο άνθρωπός μας αλλά και συγκλονισμένος από την συνάντηση προσκαλεί το Χριστό στο σπίτι του να φάνε μαζί το γιόμα. Ο Χριστός δέχτηκε και ο καθένας τους συνέχισε τον δρόμο του...
Με το που φτάνει στο σπίτι και βλέπει η γυναίκα του τσι αγορές που έκαμε, κατάλαβε τι γινήκανε οι δεκάρες και τον αρχίνησε τσι βρισίες ''...ωρέ που να μπει ο @#%#@ μέσα σου , ωρέ αθεόφοβε..."
"Α, καλά που μου το θύμησες, θα το λησμόναγα, κάλεσα το Χριστό, νάρθει τώρα το γιόμα να φάμε'' της πέταξε αθώα ο χαρτοπαίκτης μας, ελπίζοντας ότι θα τήνε λαϊμίσει με ευφτούνη την αλλαγή τση κουβέντας. Κόντεψε να πάει να φουρκιστεί η Αντζουλίνα ''Και τι θα φάμε ωρέ; που έφερες δύο σαρδέλλες και πέντε ελιές;''
''Ε, και δε βάνεις δύο κραμπία και κομμάτι βρετζόττο, καϋμένη;'' Πραγματικά, επειδή και η Αντζουλίνα ήταν θεοσεβούμενη και θεώρησε μεγάλη τιμή που ο ίδιος ο Χριστός θα ερχόταν στο σπιτικό τση, έδωκε άφεση αμαρτιών στον άντρα της και έτρεξε να βάλει τα κραμπία στη παδέλα. Κατά το γιόμα να και ο Χριστός να χτυπάει την πόρτα τους! Ανοίγουν και τι να δουν; Ο Χριστός με τους δώδεκα μαθητές του! ''Κοπιάστε, κοπιάστε μέσα'' μισοτραύλισε το ζευγάρι.
Οι μαθητές μόλις ήδαν το φτωχικό τραπέζι το είπαν στον Κύριο. Ο Κύριος, ευλόγησε το τραπέζι και ο άρτος και ο οίνος επλυθήνανε,( για να μη πω και για τσι σαρδέλλες που γίνανε σα σκουράτζοι μεγάλες και για τσι ελιές που γίνανε σα ντω Καλαμώνε). Για να μη πολυλογώ αφού φάγανε και χορτάσανε, και κρασάκι το κρασάκι, αρχινήσανε τσι μπαρτζολέτες! Ο Χριστός πολύ ευχαριστημένος με την περιποίηση που του κάνανε, εκεί απάνου στο κέφι, λέει στον οικοδεσπότη ''Πες μου το θέλημά σου, ζήτα μου ότι θες και αυτό θα γίνει''. Οι μαθητές του Κυρίου, συμβούλεψαν τότε, τον 'ανθρωπό μας να ζητήσει (αν θυμάμαι καλά), την αιώνια ευλογία του θεού, γιατί σπάνια ο Κύριος ήταν τόσο γαλαντόμος. Όμως ο δικός μας αρνήθηκε! Και απευθυνόμενος στο Χριστό του λέει '' Χριστέ μου, έχω ένα πάθος, το ξέρεις. Τα χαρτιά! Θέλω λοιπόν να είμαι ανίκητος εις τον αιώνα τον άπαντα. Να παίζω και να μη χάνω ποτές, ούτε και με τον ίδιο το διάολο αν παίξω.''
''Γεννηθήτω το θέλημά σου'', είπε ο Ιησούς και συνέχισαν να πίνουν και να μπαρτζολετάρουν. Και πάλι πάνω στο κέφι τον ρώτησε ο Ιησούς τι χάρη θέλει να του κάμει. Και πάλι οι μαθητές τον συμβούλεψαν να ζητήσει την αιώνια ευλογία του Θεού. Και πάλι ο χαρτοπαίκτης μας, αρνήθηκε! ''Κύριε'', του λέει, ''μέσα στον κήπο μου έχω μία μηλιά που κάνει πεντανόστιμα μήλα. Έρχουνται όμως κάτι μάγαρα από δω γύρω και δεν αφήνουν ούτε ένα, μου τα κόφτουνε ούλα. Θέλω το λοιπό, όγιος ξένος πηγαίνει στη μηλιά για μήλα να κολάει απάνου τσης και να μη μπορεί να ξεκολήσει.
''Γεννηθήτω το θέλημά σου, είπε ο Χριστός και συνέχισαν να πίνουν. Στη πέμπτη μπότσα ακόμη ευχαριστημένος και νηφάλιος (;) ο Χριστός τον ρωτάει: ''πες μου τι θέλεις να σου δώσω, τι χάρη να σου κάμω. Απόψε είμαι πολύ ευχαριστημένος. Και τότε ο χαρτοπαίκτηςύπάκουσε στη συμβουλή των μαθητών του Κυρίου και ζήτησε την αιώνια Ευλογία. ''Γεννηθήτω το θέλημά σου'' είπε ο Χριστός και αφού καληνύχτησε, έφυγε παρέα με τους μαθητές του.
Πέρασαν τα χρόνια, ο άνθρωπός μας ήταν αήτητος στα χαρτιά και τα ζάρια. Έκανε περιουσία, ζούσε καλά και άνετα. Ήρθε όμως η ώρα του για να πεθάνει. Έρχεται ο Άγγελος του Κυρίου για να τον συνοδέψει στον παράδεισο.
"Ελα, είναι ώρα''
''Δεν μπορώ τώρα παίζω χαρτιά ''
''Δεν γίνεται να περιμένω. Ανωτέρα εντολή να σε πάω άμέσως στην πύλη του Παραδείσου''
''Κάνε μου πρώτα μία χάρη! Θέλω για τελευταία φορά να φάω ένα μήλο από τη μηλιά που έχω στο κήπο μου. Πας να μου φέρεις ένα; Μετά θα σε ακλουθήσω'' Τι να κάμει ο Άγγελος πάει στο κήπο και φυσικά κολάει πάνω στη μηλιά.
Πέρασαν και άλλα χρόνια και όταν ο δικός μας βαρέθηκε να παίζει πήγε στη μηλιά ξεκόλησε τον Άγγελο ''Τώρα πάμε. Είμαι έτοιμος!'' του λέει.
Φθάνοντας στην πύλη του παραδείσου βλέπει την πύλη της κόλασης, αφού γύρεψε και είδε και τούτο το μέρος βλέπει δώδεκα κολασμένους, σε φριχτά βασανιστήρια ''Γιατί έτσι;'' ρωτάει. ''Α, ήταν οι πιο αμαρτωλοί άνθρωποι της γης'' του λέει ο Άγγελος. ''Λοιπόν θα κάτσω λιγουλακι εδωπά. Πήγαινε εσύ και έρχουμαι'' Τι να κάνει και ο Άγγελος φοβήθηκε μη τόνε κολήσει σε κάνα καζάνι τση κόλασης και έκαμε για τον Παράδεισο. Ο διάολος, έτυχε εκείνη την ώρα να παίζει χαρτιά. Πάει ο δικός μας και του λέει:
''Πας στοίχημα ότι θα σε κερδίσω;''
''Τι στοίχημα;'' ρωτάει ο διάολος
''Αν κερδίσω θα μου δώσεις αυτούς τους δωδεκα κολασμένους, αν χάσω θα με καις αιώνια στην κόλαση''
Ο διάολος συμφώνησε, σιγουρος οτι θα κερδίσει, αλλά φυσικά ...έχασε.
Παίρνει ο δικός μας τους δώδεκα κολασμένους και πάει στον Παράδεισο. Με το που τον βλέπει ο Χριστός βάζει τις φωνές:
''Τι μου τους έφερες εδώ τους κολασμένους; Εγώ μόνο σε σένα έδωσα την αιώνια ευλογία του Θεού, μόνο εσένα κάλεσα στον Παράδεισο!
''και εγώ Κύριε, μόνο εσένα είχα καλέσει για φαί και συ μούρθες με τσου δώδεκα μαθητές σου!