30/5/09

Προσοχήήήήή Αθά νααα ατοοοοοοος!

     Κάποιο καλοκαίρι  της προεφηβικής μας ηλικίας, ο πατέρας μου μας είχε αγοράσει ένα ποδήλατο, κοινοκτημοσύνη με την αδελφή μου. Ήταν ένα ολοκαίνουριο, μεγάλο πορτοκαλί ποδήλατο, γυναικείο, σε αντίθεση με τον παλιό αντρικό καρνάβαλο, με το σίδερο στη μέση που μας καταμελάνιαζε κάθε φορά που κάνοντας ορθοπεταλιά, μας γλιστρούσαν τα πετάλια.
 Θυμάμαι την έκπληξή μας όταν είδαμε κατά το γιόμα, τους γονείς μας να επιστρέφουν στο σπίτι από τη Χώρα με ταξί και μάλιστα με μια πορτοκαλί ρόδα ποδηλάτου να μισοκρέμεται έξω από το πορτ μπακάζ. Η μάνα μας  έστρεφε το κεφάλι μια από δω μια από κει, σκύβοντας  και προσπαθώντας να κρύψει τα χαμόγελά της.
 Ήταν έκπληξη και μάλιστα πονηρά προσχεδιασμένη. Πλησίαζε ο τρύγος και έπρεπε κάποια από μας να πηγαίνει το πρωί να βοηθήσει στο χρίσιμο των αλωνιών. Το καινούριο ποδήλατο ήταν ένα ισχυρό δέλεαρ για να σηκωθούμε αχάραγο από τα κρεβάτια μας.

Μετά από ένα μήνα και αφού ο τρύγος είχε τελειώσει ήδη και ήμασταν στα σηκώματα, το ποδήλατο δεν ήταν πια το ίδιο καινούριο, γιατί είχαμε φάει και κάποιες σκασίες, οπότε και μεις δεν το είχαμε πλέον σαν το καινούριο κοσκινάκι. Το δίναμε μάλιστα και στις γειτόνισσες για καμιά βολτίτσα. Ήταν σούρπα και παίζαμε εκεί στη γειτονιά, όταν η σάλπιγγα άρχισε να βαράει:
''Γιάαααα ναααααα'' η νόνα μας.
''Νναιαιαιαι'' εγώ
''Ο πατέρας σου εμήνυσε να πάει μία από σας με το ποδήλατο ( το υποτιθέμενο δέλεαρ) στου Λούντζη, να ποτίσει τη φοράδα''
''Εγώ πήγα το πρωί, να πάει η Βάσω''
''Α, εγώ δεν πάω, η φοράδα δεν με χωνεύει, σκιάζουμαι.'' η αδελφή μου
''Πάμε όλοι μαζί'' η γειτονοπούλα μας, και φυσικά η ιδέα της μας άρεσε.
 Πάνω στο ποδήλατο βάλαμε  τα μικρότερα αδέρφια μας για να μη κουράζονται. Όμως ήταν πολύ άβολο για μας να προσπαθούμε να κρατήσουμε σε ισορροπία ένα ποδήλατο με δύο μικρουλάκια: το ένα  επάνω στη σέλα  και πάνω στη σχάρα το άλλο. Είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε και να τσακωνόμαστε για το ποιά θα ανέβει στο ποδήλατο, έστω πάνω στα πετάλια αφού τώρα ξεκίναγε και η κατηφόρα.
Τότε σκέφθηκα οτι θα μπορούσαμε να ανέβουμε όλες μαζί. Αρκεί να κάναμε μία αναδιάταξη.
 Η αδελφή μου στη σχάρα, επειδή έφταναν τα πόδια της στο έδαφος και θα μπορούσε να κρατάει έτσι σταθερό το ποδήλατο, μέχρι εγώ να τακτοποιήσω τους άλλους επιβάτες. Ο μικρός μας αδερφός που ήταν και τσάκαλος σε μαγκιές πάνω στο τιμόνι, η μικρή γειτονοπούλα που ήταν η πιο φινίδα πάνω στο πισινό φτερό, η μεγαλύτερη  αδελφή της, που είχε καλή ισορροπία πάνω στη σέλα και εγώ η πιο μεγάλη και πιο δυνατή όρθια πάνω στα ...πετάλια κρατώντας και το τιμόνι ντρίτα.

Τακτοποιηθήκαμε όλοι και αφεθήκαμε στη κατηφόρα με τρελό γέλιο. Το τέλος της κατηφόρας τελείωνε με απότομη στροφή. Το ξέραμε και γελούσαμε προκαταβολικά για την θεαματική τούμπα που θα κάναμε. 
Οταν ξαφνικά κάποια από τις άλλες άρχισε να φωνάζει: Προσοχήήήήή Αθά νααα τοοοοος, εγώ πρόλαβα να ακούσω μόνο το Θάνατος και να πεθαίνω από το πόνο που μου έκανε το σουβλερό φαρμακερό του αγκάθι, που είχε μπει ήδη στο μηρό μου.






25/5/09

Κρέμα Άνθος Αραβοσίτου. ...Μόνο κλαίγοντας!



Βασούλα, άμα ευκαιρίσεις, κάμε μου τη χάρη και κόπιασε κατά δω, σε χρειάζομαι και...για να σε συγκινήσω σου αφιερώνω το παρακάτω ποίημα του Σολωμού ''Ο θάνατος της ορφανής'' που η μαμά μας έλεγε σαν παραμύθι για να φάμε την κρέμα μας. ...Εκείνη με τους σβώλους! Μόνο κλαίγοντας κατέβαινε ο ...σβώλος κάτω.
''Πές μου, θυμᾶσαι, ἀγάπη μου, ἐκείνη τὴν παιδούλα,
Ὁποὖχε στὰ ξανθὰ μαλλιὰ νεοθέριστη μυρτούλα;
Ὁποὖχε σὰν παρθενικὸ τραντάφυλλο τὸ στόμα,
Ποὖχε τὰ μάτια γαλανὰ σὰν τ᾿ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα;
Ποὺ πρὸς τὸ βράδυ πάντοτε μονάχη ἐπερπατοῦσε,
Κι᾿ εἶχε κοντὰ της ἕν᾿ ἀρνὶ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσε;
Ποὺ καθισμένη ἐβρίσκαμε στὸ ἔρμο περιγιάλι,
Καὶ λυπηρὰ ἐτραγούδαε τῆς ἄνοιξης τὰ κάλλη;
Ἄχ! τὸ τραγούδι ἀκλούθαε, κοιτάζοντας τὸ κύμα
Μὲ τόση λύπη, ποὺ ἔλεγες ὁπὼς ἐκοίταε μνῆμα.
Τὴ μαύρη! τὴν ἀπάντησα τὸ χάραμα στὸ δρόμο,
Ἀλλὰ τὴν κόρη τέσσεροι τὴν εἴχανε στὸν ὦμο·
Χυμένα ἦταν σ᾿ ὅλο της τὸ λείψανο ποὺ εὐώδα
Γιούλια, μοσκοῦλες καὶ γαντσιές, τραντάφυλλα καὶ ρόδα.
Σβημένα ἦταν τὰ μάτια της ποὺ φέγγαν σὰν ἀστέρια,
Καὶ μὲ κορδέλες κόκκινες δεμένα εἶχε τὰ χέρια.
Ἄχ! κατεβάζοντάς τηνε οἱ τέσσεροι ἀπ᾿ τὸ βράχο,
Κανεὶς δὲν τὴν ἀκλούθαε πάρεξ τὸ ἀρνὶ μονάχο,
Καὶ μαραμένα ἤτανε τὰ ἀνθηρὰ στολίδια,
Ποὺ κάθε αὐγὴ τοῦ ἐμάζωνε καὶ τοῦ ἔπλεκεν ἡ ἴδια.
Τ᾿ ἀρνὶ μόνον ἀκλούθαε, μπὲ μπέ, μπὲ μπὲ φωνάζει,
Πάντα μπὲ μπέ, πάντα μπὲ μπέ, καὶ τὴν παιδούλα κράζει.
Μὲ τὸ κουδούνι στὸ λαιμὸ εἰς τοὺς γκρεμοὺς περπάτει·
Ν τ ὶ ν ντὶν κουδούνιζε κοντὰ εἰς τὸ στερνὸ κρεβάτι.
Ἐτούτη εἶναι, κόρη μου, ἡ ὄμορφη παιδούλα,
Ὁποὖχε στὰ ξανθὰ μαλλιὰ νεοθέριστη μυρτούλα.''





20/5/09

Μία βολά και ένα καιρό...

Το παρακάτω παραμύθι, δεν θυμάμαι αν το διάβασα κάπου, ή το άκουσα από τη γιαγιά μου ή από ραδιοφωνική εκπομπή.Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά είναι, ότι είναι παλιό ζακυθινό. Οπότε αποκλείω τη νόνα μου, γιατί αυτή ποτές δεν μας έδινε τα στοιχεία για την ταυτότητα του παραμυθιού. Μένει λοιπόν η πιθανότητα να το διάβασα ή να το άκουσα από το ραδιόφωνο και ας μου συγχωρεθεί που δεν είμαι σε θέση να κάνω μνεία της ''πηγής'' μου.


Μία φορά και ένα καιρό, ήταν ένας ζακυνθινός, καλός άνθρωπος μα είχε πάθος με τα χαρτιά, ήταν μανιακός χαρτοπαίχτης.
Κάποια φορά η γυναίκα του κατάφερε να εξοικονομήσει πέντε δεκάρες και τον έστειλε για να ψωνίσει κάνα μπουκούνι κρέας, ψωμί και κρασί. "Μη σε πλανέσει η μοίρα σου κακομοίρη μου και κάτσεις πουθενά να χαρτοπαίξεις! Δεν έχουμε άλλη δεκάρα.'' τον ορμήνεψε και τον έσκιαξε η γυναίκα του. ''Έγνοια σου, στο μινούτο θάμαι οπίσω''
Έλα όμως που τον έτρωγε το χέρι του! Είπε λοιπόν να ρίξει μία ματία κατακείθε που έπαιζε η παρέα του.Ήτανε να μη κάμει κατά κει! Μετά δεν ήθελε και πολύ και βρέθηκε με τα χαρτία στο χέρι να παίζει τσι δεκάρες που του ΄χε δοσμένες η γυναίκα του. Ωχ, ποίος τηνε ακούει την Αντζουλίνα. Παράτησε γρήγορα γρήγορα το παιχνίδι και έφυγε τρέχοντας για το θέλημα τση γυναικός του με τσι τρεις δεκάρες που καταφέρανε να του γλιτώσουνε. Τώρα τι να πρωτοαγοράσει; Κρεάς; Ψωμι; Κρασί; Μπα για κρέας δεν σώνουνε με τίποτσις. Θα πάρει ψωμί, κρασί, δύο σαρδέλλες και πέντε-έξι ελιές! Απορροφημένος όπως ήταν με τους λογαριασμούς του πέφτει πάνω σε κάποιον που ερχόταν αντίθετά του. Ουπς ο Ιησούς  Χριστός! Αμήχανος ο άνθρωπός μας αλλά και συγκλονισμένος από την συνάντηση προσκαλεί το Χριστό στο σπίτι του να φάνε μαζί το γιόμα. Ο Χριστός δέχτηκε και ο καθένας τους συνέχισε τον δρόμο του...
Με το που φτάνει στο σπίτι και βλέπει η γυναίκα του τσι αγορές που έκαμε, κατάλαβε τι γινήκανε οι δεκάρες και τον αρχίνησε τσι βρισίες ''...ωρέ  που να μπει ο @#%#@ μέσα σου , ωρέ αθεόφοβε..."
 "Α, καλά που μου το θύμησες, θα το λησμόναγα, κάλεσα το Χριστό, νάρθει τώρα το γιόμα να φάμε'' της πέταξε αθώα ο χαρτοπαίκτης μας, ελπίζοντας ότι θα τήνε λαϊμίσει με ευφτούνη την αλλαγή τση κουβέντας. Κόντεψε να πάει να φουρκιστεί η Αντζουλίνα ''Και τι θα φάμε ωρέ; που έφερες δύο σαρδέλλες  και πέντε ελιές;'' 
''Ε, και δε βάνεις δύο κραμπία και κομμάτι βρετζόττο, καϋμένη;'' Πραγματικά, επειδή και η Αντζουλίνα ήταν θεοσεβούμενη και θεώρησε μεγάλη τιμή που ο ίδιος ο Χριστός θα ερχόταν στο σπιτικό τση, έδωκε άφεση αμαρτιών στον άντρα της και έτρεξε να βάλει τα κραμπία στη παδέλα. Κατά το γιόμα να και ο Χριστός να χτυπάει την πόρτα τους! Ανοίγουν και τι να δουν; Ο Χριστός με τους δώδεκα μαθητές του! ''Κοπιάστε, κοπιάστε μέσα'' μισοτραύλισε το ζευγάρι.
Οι μαθητές μόλις ήδαν το φτωχικό τραπέζι το είπαν στον Κύριο. Ο Κύριος, ευλόγησε το τραπέζι και ο άρτος και ο οίνος επλυθήνανε,( για να μη πω και για τσι σαρδέλλες που γίνανε σα σκουράτζοι μεγάλες και για τσι ελιές που γίνανε σα ντω Καλαμώνε). Για να μη πολυλογώ αφού φάγανε και χορτάσανε, και κρασάκι το κρασάκι, αρχινήσανε τσι μπαρτζολέτες! Ο Χριστός πολύ ευχαριστημένος με την περιποίηση που του κάνανε, εκεί απάνου στο κέφι, λέει στον οικοδεσπότη ''Πες μου το θέλημά σου, ζήτα μου ότι θες και αυτό θα γίνει''.  Οι μαθητές του Κυρίου, συμβούλεψαν τότε, τον 'ανθρωπό μας να ζητήσει (αν θυμάμαι καλά), την αιώνια ευλογία του θεού, γιατί σπάνια ο Κύριος ήταν τόσο γαλαντόμος. Όμως ο δικός μας αρνήθηκε! Και απευθυνόμενος στο Χριστό του λέει '' Χριστέ μου, έχω ένα πάθος, το ξέρεις. Τα χαρτιά! Θέλω λοιπόν να είμαι ανίκητος εις τον αιώνα τον άπαντα. Να παίζω και να μη χάνω ποτές, ούτε και με τον ίδιο το διάολο αν παίξω.'' 
''Γεννηθήτω το θέλημά σου'', είπε ο Ιησούς και συνέχισαν να πίνουν και να μπαρτζολετάρουν. Και πάλι πάνω στο κέφι τον ρώτησε ο Ιησούς τι χάρη θέλει να του κάμει. Και πάλι οι μαθητές τον συμβούλεψαν να ζητήσει την αιώνια ευλογία του Θεού. Και πάλι ο χαρτοπαίκτης μας, αρνήθηκε! ''Κύριε'', του λέει, ''μέσα στον κήπο μου έχω μία μηλιά που κάνει πεντανόστιμα μήλα. Έρχουνται όμως κάτι μάγαρα από δω γύρω και δεν αφήνουν ούτε ένα, μου τα κόφτουνε ούλα. Θέλω το λοιπό, όγιος ξένος πηγαίνει στη μηλιά για μήλα να κολάει απάνου τσης και να μη μπορεί να ξεκολήσει.
''Γεννηθήτω το θέλημά σου, είπε ο Χριστός και συνέχισαν να πίνουν. Στη πέμπτη μπότσα ακόμη ευχαριστημένος και νηφάλιος (;) ο Χριστός τον ρωτάει: ''πες μου τι θέλεις να σου δώσω, τι χάρη να σου κάμω. Απόψε είμαι πολύ ευχαριστημένος. Και τότε ο χαρτοπαίκτηςύπάκουσε στη συμβουλή των μαθητών του Κυρίου και ζήτησε την αιώνια Ευλογία. ''Γεννηθήτω το θέλημά σου''  είπε ο Χριστός και αφού καληνύχτησε, έφυγε παρέα με τους μαθητές του.
Πέρασαν τα χρόνια, ο άνθρωπός μας ήταν αήτητος στα χαρτιά και τα ζάρια. Έκανε περιουσία, ζούσε καλά και άνετα. Ήρθε όμως η ώρα του για να πεθάνει. Έρχεται ο Άγγελος του Κυρίου για να τον συνοδέψει στον παράδεισο.
 "Ελα, είναι ώρα''
''Δεν μπορώ τώρα παίζω χαρτιά ''
''Δεν γίνεται να περιμένω. Ανωτέρα εντολή να σε πάω άμέσως στην πύλη του Παραδείσου''
''Κάνε μου πρώτα μία χάρη! Θέλω για τελευταία φορά να φάω ένα μήλο από τη μηλιά που έχω στο κήπο μου. Πας να μου φέρεις ένα; Μετά θα σε ακλουθήσω''  Τι να κάμει ο Άγγελος πάει στο κήπο  και φυσικά κολάει πάνω στη μηλιά.
Πέρασαν και άλλα χρόνια και όταν ο δικός μας βαρέθηκε να παίζει πήγε στη μηλιά ξεκόλησε τον Άγγελο ''Τώρα πάμε. Είμαι έτοιμος!'' του λέει.
Φθάνοντας στην πύλη του παραδείσου βλέπει την πύλη της κόλασης, αφού γύρεψε και είδε και τούτο το μέρος βλέπει δώδεκα κολασμένους, σε φριχτά βασανιστήρια ''Γιατί έτσι;'' ρωτάει. ''Α, ήταν οι πιο αμαρτωλοί άνθρωποι της γης'' του λέει ο Άγγελος. ''Λοιπόν θα κάτσω λιγουλακι εδωπά. Πήγαινε εσύ και έρχουμαι''  Τι να κάνει και ο Άγγελος φοβήθηκε μη τόνε κολήσει σε κάνα καζάνι τση κόλασης και έκαμε για τον Παράδεισο. Ο διάολος, έτυχε εκείνη την ώρα να παίζει χαρτιά. Πάει ο δικός μας και του λέει:
''Πας στοίχημα ότι θα σε κερδίσω;''
''Τι στοίχημα;'' ρωτάει ο διάολος
''Αν κερδίσω θα μου δώσεις αυτούς τους δωδεκα κολασμένους, αν χάσω θα με καις αιώνια στην κόλαση''
Ο διάολος συμφώνησε, σιγουρος οτι θα κερδίσει, αλλά φυσικά ...έχασε.
Παίρνει ο δικός μας τους δώδεκα κολασμένους και πάει στον Παράδεισο. Με το που τον βλέπει ο Χριστός βάζει τις φωνές: 
''Τι μου τους έφερες εδώ τους κολασμένους; Εγώ μόνο σε σένα έδωσα την αιώνια ευλογία του Θεού, μόνο εσένα κάλεσα στον Παράδεισο!
''και εγώ Κύριε, μόνο εσένα είχα καλέσει για φαί και συ μούρθες με τσου δώδεκα μαθητές σου! 



15/5/09

Ποία είναι;

Πριν κάτι εκατομμύρια χρόνια, όταν είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα για σπουδές, κάθε φορά που με ρωτούσαν από που είμαι και έλεγα από την Ζάκυνθο, με κοιτούσαν με απορία.
''Δεν σου φαίνεται '' μου έλεγαν. 
''Γιατί, στο κούτελο πρέπει να το έχω γραμμένο;'' ρωτούσα. 
''Να, δεν μιλάς ζακυνθινά!''
''Μιλάω, με το που φτάνω στη Κυλλήνη!''
''Για μίλα, να ακούσουμε''. Τσιμουδιά, εγώ. Δεν μου έβγαινε κατά παραγγελία.
Τέλος πάντων είχα πειστεί οτι, τουλάχιστον η προφορά μου δεν έκανε καραμπάμ, όπως των άλλων συμφοιτητών που προέρχονταν από άλλες ελληνικές επαρχίες. Και όχι για τίποτα άλλο, αλλά υπήρχε ένα ενδόμυχος φόβος, ότι αν σε έπαιρναν χαμπάρι τα τσακάλια της Αθήνας, π.χ ταξιτζήδες, οτι είσαι επαρχιώτης και δεν ξέρεις που πάνε τα τέσσερα, ήταν ικανοί να σε πάνε Καλλιθέα- Νέα Σμύρνη μέσω Γλυφάδας.
Είμαι λοιπόν πρωτοετής και λόγω απεργίας των αστικών συγκοινωνιών, περιμένω για ταξί. Μετά από κάποιες απέλπιδες προσπάθειες σταματάει ένα.
''Που πάτε;''
''Κέντρο''
''Ελάτε. ....Που στο κέντρο;''
''Στην Μαυρομιχάλη, γνωρίζετε ποία είναι η Μαυρομιχάλη;
Ο ταξιτζής γυρίζει το κεφάλι του προς εμένα...
''Ζακυνθινοπούλα είσαι μάτια μου;''
Τι στο καλό! Στο κούτελο τόχω γραμμένο;
Δεν προλαβαίνει να μου πει οτι είναι και ο ίδιος τζαντιώτης, έχω ήδη δει, κολλημένο εικονισματάκι του Αγίου, στο ταμπλώ του.
Δεν χρειαζόταν να το γράψω στο κούτελο!

12/5/09

μία φορά κα ένα καιρό, πριν εκατό περίπου χρόνια...


Μία ανοιξιάτικη μέρα του Μαγιού  ( 6/5/1912), πριν 97  περίπου χρόνια, ένας νεαρός ζακυνθινός 24 ετών , με μέτριο  ανάστημα όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες του, επιβιβάζεται από το λιμάνι της Πάτρας στο "Πατρίς'' και ετοιμάζεται για το μεγάλο υπερατλαντικό ταξίδι.
 Φεύγει μετανάστης στην Αμερική, για μια καλύτερη ζωή! Θα φιλοξενηθεί από έναν ξάδελφό του. 
Μαζί του στο καράβι, όλη η νιότη της δυτικής Ελλάδας.
Συναντά τζαντιώτες, γνωστούς από το νησί ! 
Τουλάχιστον θα πούνε και κάνα καλαμπούρι, μα η καρδιά του είναι σφιγμένη, σκέφτεται την μάνα του, την Άντζουλα, που τελευταία βολά την είδε στο πόρτο. 
Σκέφτεται και τη Βασιλική την μακροπλέξουδη που τση έκλεψε δύο άγουρα φιλιά, ...εψές, ...τη νύχτα...!



Έτσι ξεκίναγε την ιστορία του ο νόνος μου, που την επιβεβαίωσή της την βρήκα εδώ , ψάχνοντας στα αρχεία του Ellis Inland


       Τα παραπάνω αφιερωμένα σε όλους τους ζακυνθινούς, που οι παπούδες τους ταξίδεψαν παρέα με τον δικό μου!
        Αφιερωμένο και στη Λένα!

10/5/09

Τ' αγαπημένα...



Ο κόρφος της μάνας μας, καθώς και η κάμερά της, μοσχοβόλαγε μπουγαρίνια!

Της άρεσε πάντα, να τα περνά σε ένα λεπτό ξυλαράκι και να τα βάζει όλα, έτσι μαζεμένα στον κόρφο ή στη πούρσα της!

  Αγαπημένα τσης λουλούδια , ήταν και τα τσαντσαμίνια, οι γραντούκες, οι γαρδένιες, (αλήθεια τι να έγιναν όλες αυτές που είχε στην αυλή;), οι μανώλιες και τα λευκά τα κρίνα! 
Γιόμιζε τη κάμαρά τσης με πιατάκια και ποτηράκια με νερό που μέσα πλέανε τα άνθη και άφηνε ορθάνοιχτα τα παράθυρα όλη νύχτα για να μη τηνε βουρλίσει η μοσκάδα!
 Όλα τα λευκά αγάπαγε, και τσι χλωμές τσι φρέζιες, και από τσι πρασινάδες αγιόκλημα, βασιλικό και λουϊζα!

Από ούλα διάλεξα μια μανώλια, επειδή το ' χε καϋμό που ποτέ δεν κατάφερε να γκενιαστεί μία για το σπίτι. 
Μακάρι, να υπήρχε τρόπος να λάβει αυτή, που της αφιερώνω!

Χρόνια Πολλά  στις Μαμάδες σας!
 
Χρόνια Πολλά σε όλες τις Μαμάδες!







8/5/09

Πόσα παιδιά;




 Σήμερα.

 Πρωί.

Εχω αφήσει τα παιδιά στο σχολείο και επιστρέφω στο σπίτι περπατώντας, βυθισμένη στον εσωτερικό μου μονόλογο.
Ο καιρός καλός με ηλιοφάνεια και πρόσκαιρες νεφώσεις, το ίδιο και οι σκέψεις μου: ο Παναγιώτης κρύωνε, έπρεπε να του βάλω μακρυμάνικη μπλούζα,
 δεν έπρεπε ν' αφήσω την Διονυσία να βάλει πέδιλο, 
ελπίζω ο μπάρμπας μου ο Νιόνιος να μη μου καθυστερήσει τα βιβλία που του δάνεισα και το κυριότερο μη τα απαρατήσει πουθενά όξω και βραχούνε όπως πέρυσι, που απαράτησε την Ιλιάδα μου απάνου στην καλύβα του πεύκου. Γέρασε και αυτός και άρχισε να λησμονάει,
ο Παναγιώτης πάλι άρχισε να βάζει τα κλάμματα, ...για ασήμαντο λόγο. Να πω στην Χριστίνα να δώσει έμφαση στη διαχείρηση των συναισθημάτων.
Να ψάξω για pecs;
Να του φτιάξω μία ιστορία;
Μπα! σε μία βδομάδα θα πάμε Ζάκυνθο, εκεί πάντα αναγεννιέται και αναγεννιέμαι, είναι η ''Τάρα'' μου, η μήτρα (που μέχρι να πεθάνω θα με κυοφορεί, δεν κόβεται αυτός ο ομφάλιος λώρος), το λύκνο μου!
Καθώς περπατώ, ένα αγριόχορτο που φύτρωσε στην άκρη του πεζοδρομίου αγγίζει την άκρη του χεριού μου και γώ ασυναίσθητα αρχίζω να το τραβολογάω. Το μάδησα. Κοιτάζω το χέρι μου, ...έχει γεμίσει αγριοβρώμη! Ψάχνω κάποιον περαστικό, να του τη πετάξω στη πλάτη, ...να δω πόσα θα σκαλώσουνε και πόσα παιδιά θα κάμει! 
Χαμογελώ που το θυμήθηκα και μελαγχολώ αμέσως, ...γιατί θυμήθηκα και τη μάνα μου, που πάντα τον Θεριστή γύρναγε από κάτου (από τα κτήματα  και τα χωράφια) και ήταν γεμάτη η μπλούζα της από δαύτα!

5/5/09

...il trattamento d' amore....


Μία και έκαμα χερικό στα τράττα, να τραττάρω και τον αγαπημένο μου σύντροφο και σύζυγο, (κάθε λέξη με την κυριολεκτική της σημασία και όχι για το τυπικό) το ''αλφαβητάρι τση Αγάπης''


...η φωτογραφία είναι από το Καλαμάκι, λίγο πιο πέρα από το Crystal...ο ήλιος ετοιμάζεται να φιλίσει την κορυφή του Βραχίωνα, ...οι φύλακες του θαλάσσιου πάρκου, ενημερώνουν ευγενικά τους λουόμενους, ότι είναι ώρα να παραχωρήσουν την ακτή στην χελώνα, ...τα κάστρα των παιδιών κατεδαφίζονται, οι λούμπες ξαναγεμίζουν με άμμο ...η θάλασσα και ο ουρανός ένα χρώμα , ροζ και μαβί, ...αδιαίρετο.
Πουθενά αλλού δεν είδα αυτό το χρώμα, ...δεν είναι το πύρινο, χρυσό πορτοκαλί του ηλιοβασιλέματος,  που μαγεύει τους ερωτευμένους ...είναι το χρώμα της ηρεμίας και της γαλήνης  ...της μελαγχολίας για την Εδέμ που απωλέσθη...
...η σκιά του Σκοπού και του Βροντόνερου θα φταίει...

Μετά τον καλαμιώνα και τα τσιμποκάλαμα υπάρχει ένα ρεματάκι, άνυδρο το καλοκαίρι. Στην νοητή  προέκταση της εκβολής του, που φθάνει στα 15-20 μέτρα μέσα στην θάλασσα, υπάρχει ένας υποβρύχιος βραχόκηπος με υποθαλάσσια βλάστηση (λόγω του κρύου γλυκού νερού, ή της αποχέτευσης του ξενοδοχείου) και ποικιλία μικρών ψαριών, μουρμούρες, σπαράκια, κέφαλοι, γλωσσίτσες και  αστερίες και άλλα που δεν θυμάμαι το όνομά τους και φυσικά δίκοχα κοχύλια, όπως οι γυαλιστερές.
Λατρεύω αυτές τις υποθαλάσσιες περιπλανήσεις, στους μικρούς αυτούς παράδεισους, ...στις πολιτείες του Ποσειδώνα...
Το καλακαίρι δεν θα με δείτε στην παραλία να λιάζομαι...
... Αν δεν με βρήτε στα ρηχά, να πλατσουρίζω με τα παιδιά μου,  ψάξτε να με ' βρετε όπου δείτε... 
...αναπνευστήρα!

4/5/09

του Μαγιού τα μάγια...




Θυμάμαι ξημερώματα Πρωτομαγιάς και όλες οι αυλές της γειτονιάς ήταν γεμάτες με ροδοπέταλα και λουλούδια που αποβραδίς οι νοικοκυρές είχαν σκορπίσει ολούθε, για την πανηγυρική υποδοχή του Μάη.

...και βασιλικό το Μάη μη φυτέψεις μου 'λεγε η μάνα μου, γιατί του Μαγιού τα μάγια είναι πιο δυνατά από τα άλλα.

Διαβάζω από τον α' τόμο του Λ. Σαλβατόρ ''ΖΑΝΤΕ'' (1900-1902),από τις εκδόσεις Μπάστα
''Σε εκείνες τις οικογένειες που έχουν μονάκριβο γυιό δεν πρέπει το μήνα Μάη να ξαρραχνιάζουν, να φυτεύουν και οι γυναίκες δεν πρέπει να αρχίζουν καινούριο πλεκτό, σε ολόκληρο αυτό το μήνα οι μονάκριβοι γυιοί δεν πρέπει να κόβουν τα μαλλιά τους και να φτιάχνουν καινούρια ρούχα, όλα αυτά για να ζήσουν επί πολύ χρόνο...''

Γι αυτό λέω και 'γώ, να μη σηκώσω τα χαλιά και να μη ξαραχνιάσω και αντί αυτού να πιάσω τους άλλους ιστούς ...των ιστολογίων.
και αν με άκουγε από κει ψηλά που είναι τώρα η μαμμά μου, (που μακάρι να με άκουγε) θα έβαζε τα χέρια  στη  μέση της, και κουνώντας το κεφάλι θα έλεγε ΄΄με  εφτούνα 'φτου που έχεις στο κεφάλι σου, μη γυρεύεις τι προκοπή θα κάμεις, ανώγεια και κατώγεια. Πιάσε να κάμεις τσι δουλειές σου  και μη κουκουκίζεις καϋμένηηη, γιατί θα σε βάλω χαιρικό και θα σε βαρώ σαν ''το ταμπούρλο του Αη Λύπιου'' . 

Πιθανώς η Ντάνα   να έχει υπόψη αυτήν την έκφραση, αν όχι πιστεύω ότι θα της αρέσει και της τηνε τρατάρω

1/5/09



ες αύριον τα σπουδαία

Καλό Μήνα!

Παρουσιάζω μερικές φωτογραφίες που δεν συναντιώνται στους διάφορους τουριστικούς οδηγούς, ...μια άλλη ματιά, ... μικρές λεπτομέρειες!

Η πρώτη φωτό είναι τραβηγμένη από τον Αγαλά, από την πλευρά του Ιονίου, πηγαίνοντας στο Πλακάκι

Η δεύτερη,
...α, η δεύτερη είναι η αγαπημένη μου, πρόκειται για ένα εύρημα στις πλαγιές του Σκοπού που είναι όαση για κάθε διψασμένο περιπατητή.
 Κάνοντας μία πορεία ανάβασης από το χωριό μου μέχρι την Σκοπιώτισσα (10-12χλμ) με το πεζώ 2 και αφού εκεί λίγο πριν το γιόμα, είχαμε ξεμείνει από νερό,  πάνω δηλαδή, που ο ήλιος είχε αρχίσει να τσουρουφλάει, βλέπω σε ένα χαμηλό σημείο της πλαγιάς έντονη βλάστηση και κάτι σαν κτίσμα, αφουγκράζομαι και ακούω κάτι σαν τον  έντονο βόμβο του σκούρκου, σκέφτομαι ότι πιθανόν να υπάρχει στάσιμο νερό και ότι θα  έχουν μαζευτεί μέλισσες και τέτοια. Σαν να μου φάνηκε όμως ότι άκουσα νερό να τρέχει, ...αχ,  Αρτέμιδά μου και Απόλλωνα, ας είναι πηγή, έστω να δροσίσουμε λίγο το πρόσωπο και το κεφάλι..... Ναι!, ναι! είναι νερό που τρέχει. Αποτολμώ το ανέβασμα προς τα έκεί που διακρίνω το κτίσμα. ....Ναι! Είναι πηγή με γάργαρο δροσερό νερό και ένα σμάρι από διάφορα πετούμενα τριγύρω. Άραγε είναι πόσιμο; 
Για καλή μας τύχη σταματά ένας ντόπιος αγρότης με το αγροτικό του.
.....Είναι πόσιμο! 

Την λατρεύω αυτή την φωτό!

Η τρίτη φωτό είναι από το Καμπί, όπου πολύ αργότερα θα απολαύσουμε ένα από τα καλύτερα ηλιοβασιλέματα!