22/6/09

Γενοβέφα....Παραμύθι σε...κάδρο



Η κάμερα των γονιών μας, ήταν το ιερό άδυτο. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσουμε τη νύχτα και να πάμε εκεί. Φωνάζαμε και η μάνα μας έσπευδε να μας ηρεμήσει.
Όχι,ποτέ δεν θυμάμαι να μας πήρε στο κρεβάτι της. (Το υπογραμίζω γιατί τα δικά μου το έχουν παραξηλώσει. Κάθε βράδυ απλώνονται στο κρεβάτι μας και μεις βολευόμαστε ο ένας στο παιδικό και ο άλλος στον καναπέ.) Οι μόνες φορές που απολαμβάναμε την άπλα του διπλού κρεβατιού ήταν όταν ήμασταν άρρωστα και αυτό μόνο τη μέρα, γιατί το βράδυ ...κάθε κατεργάρης στο πάγκο του. Το δωμάτιο της μαμάς είχε παράθυρο που ''έβλεπε'' προς όλη τη γειτονιά και τον κεντρικό δρόμο. Από κει μπορούσαμε να χαζεύουμε τα άλλα παιδιά που παίζανε στ αλώνια. Το σπουδαιότερο όμως που αιχμαλώτιζε το ενδιαφέρον μας και το βλέμμα μας ήταν μια εικόνα σε κορνίζα. Μια εικόνα- γκραβούρα με τη Γενοβέφα. Θες το έντονο μπλε της μπλούζας της (τότενες δεν είχαμε την ευκαιρία να δούμε και πολλές χρωματιστές εικόνες, ...με το στανιό υπήρχε και καμία ασπρόμαυρη στα έντυπα της εποχής, ...θεέ μου πόσα χρόνια πίσω;), θες το παιδί που βύζαινε κατευθείαν από το βυζί τση ελαφίνας, θες η ελαφίνα η ίδια που φαινόταν μερωμένη, θες η ίδια η ιστορία της Γενοβέφας που η μαμά μας τη σερβίριζε κατά το συνήθειο τσης, σαν παραμύθι για παιδικά αυτάκια, εμείς σα μαγεμένα την χαζεύαμε. Μπαίναμε μέσα στο πυκνό δάσος και αφουγραζόμασταν τα άγρια θηρία που περιτριγύριζαν τη σπηλιά. Γευόμασταν το γάλα τση ελαφίνας, καθώς με βουλιμία;;;!!!!!, ....καταπίναμε την κρέμα μας, ή ...το σιρόπι με γεύση πικραμύγδαλο! Την τελευταία φορά που ήμουν στο πατρικό μου, στα πλαίσια των ανασκαφών μου στο σκονισμένο και αραχνιασμένο πατάρι τση αποθήκης, βρήκα τη Γενοβέφα των παιδικών μας χρόνων. Συγκίνηση; Απορία; (Πως την είχαμε ξεχάσει;) Σοκ; Ναι, σοκ, γιατί όσο και αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να θυμηθώ τις λεπτομέρειες του παραμυθιού, παρά μόνο αμυδρά το γενικό μοτίβο. Αναγκαστικά έψαξα στο Ιντερνετ για τις λεπτομέρειες. Βρήκα πολύ λίγες αναφορές και αυτές σε περίληψη. Έψαξα και στις εικόνες για πληροφορίες σχετικά με τον καλλιτέχνη. Βρήκα για διάφορες γκραβούρες σχετικά με την Γενοβέφα, η συγκεκριμμένη όμως, δεν υπήρχε πουθενά. Ούτε στα ελληνικά ούτε στα ξενόγλωσσα.
Αν ποτέ θυμηθώ τις λεπτομέρειες θα επανέλθω, ωστόσο μπορείτε να ρίξετε μια ματιά εδώ και θα μειδιάσετε. Είμαι σίγουρη.

21/6/09

Στη σκιά τση περγουλιάς.


Εδώ και μέρες προσπαθώ να πετύχω τον πατέρα μου στο τηλέφωνο, αλλά εις μάτην. Προσπαθώ να σκεφτώ διάφορα σενάρια και ακολουθώ νοερώς τις κινήσεις του: Πρωί στα χτήματα. Μπα! Ιούνης, Θεριστής, κολοκυθόμηνας, δεν έχει δουλειές. Μπάνιο στη θάλασσα. Πρωί, πρωί πηγαίνει, μα από τον Ιούνη; Μπα θά 'χει δουλειές στη χώρα. Μεσημέρι, κοιμάται! Από τις 1.00 είναι στη καλύβα και κοιμάται. Ας τηλεφωνήσω απόγευμα. Τηλεφωνώ ανά μία ώρα. Τίποτα! Μα που στο καλό είναι; Τηλεφωνώ στον αδελφό μου. Κανείς! Στη γειτόνισσα, στην άλλη γειτόνισσα, τίποτα. Καμία δεν είναι στο έρμο τσης. Να πάρω τη θεία μου; Μωρέ ή θα είναι στις κότες ή θα κάνει διακόσια χρόνια να σηκώσει το τηλέφωνο. Να μη πολυλογώ, καλώ τη θεία μου. ''Ωρή κυρά μου, τι κάνεις;'' όλο ενθουσιασμό η προεστή. ''Θεία, ο μπαμπάς μου που...βόσκει;'' προσπάθησα να διασκεδάσω την ανησυχία μου. ''Εδώ είναι μάτια μου, τονε θες; να του μιλήσω;'' ''Να τον έψαχνα στο σπίτι, στον αδερφό μου, δεν μπόρεια να τον έβρω'' άρχισα, για να πω τις ανησυχίες μου, μια και η θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, σαν δεύτερη μάνα μας είναι. ''Ου, καϋμένη, και σιγά μην έβρεις κανένανε μέσα, με τέτοια κάψα βραμέντε. Ούλοι εδώ είναι ψυχή μου, στη περγουλιά που κάνει κομάτι φρέσκο. Σε ένα μουμέντο θα τσου βγάλω για φίλεμα κάτι σύκα ούλο δροσία. Μα πως το λησμόνησα; Κάθε καλοκαίρι η αυλή της θείας μου, γίνεται το κοινόβιο τση γειτονιάς. Μαζεύονται όλοι εκεί, για τη δροσία τσης και για τη στρατηγική τσης θέση, όπου μπορεί κανείς να ελέγχει ούλες τσι μπασίες και το κεντρικό δρόμο. Πάνω από πενήντα χρόνια η περγουλιά είναι το δροσερό καταφύγιο από τον κάματο του καλοκαιριού. Κάτω από τον ίσκιο της έχουν πλεχτεί εκατοντάδες μέτρα μέρλων, που στόλισαν τσι προίκες των κοπελώνε. Έχουν σχολιαστεί, για καλό ή κακό όλοι όσοι έτυχε να περνάνε από τον κεντρικό δρόμο (ούλο το χωρίο δηλαδή). Κάτω από τον ίσκιο της περγουλιάς έχουν ειπωθεί όλες οι παλιές ιστορίες των παλαιώνε για τη φαμελιά μας.

Πάντα, στη πιο καίρια θέση, καθόταν η γεροντότερη. Αυτή έβλεπε και επέβλεπε. Αυτή έδινε αφορμή για το αντικείμενο/υποκείμενο σχολιασμού: ''χμ, ο Μίμουλας περνάει, πάει στο καφενείο, ε και ο Μούμας από πίσω. Προχθές το άλογό του, λύθηκε και έτρεχε στα λιόφτα μας'' Αυτή είχε τον πρώτο λόγο για κάλεσμα ή για φίλεμα: ''Έλα, κουμπάρε, κόπιασε να σε φιλέψουμε κομάτι πλεζονιά! Λούλα, βγάλε μία καθίκλα για το κουμπάρο. '' Και προς εμάς τα παιδιά ''Μέσα στο πηγάδι κρέμεται ένα μαλαθούνι με μία πλεζονιά, τραβήχτε το σχοινί αγάλια αγάλια από το φιλιατρό και φέρτε μου το καρπούζι, και από κόντω, βγάλτε μου και ένα σιγλαράκι νερό να δροσίσω το κεφάλι μου''

Σε αυτή τη περγουλιά, πριν τριάντα χρόνια, η ίδια η νόνα που διαφέντευε στο θερινό κοινόβιο, έφαγε ξύλο από το νόνο μας ''τον γέρο'' όπως τον αποκαλούσε.
Ήταν Αύγουστος και είχε έρθει από Αθήνα και η άλλη γιαγιά, που παρότι ζακυνθινιά και χήρα δεν φόραγε πια τα ολόμαυρα, όπως οι άλλες γρίες του χωριού και φυσικά ούτε μαντήλι, ούτε κάλτσες. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη! Η νόνα με μία βεντουλέττα μάταια προσπαθούσε να δροσιστεί. ''Ουφ, συμπεθέρα μου τι κάψα είναι τούτη; Δεν υποφέρεται!'' με απόγνωση προς την ''Αθηναία'' γιαγιά. ''Μα και συ καϋμένη μου τι φορείς; Κάλτσες! Μαντήλι! Βγάλτα, να δροσιστείς συφορέλια σου!'' Είχε κάποιους δισταγμούς η νόνα, αλλά ήταν και τόση η κάψα που τελικά πήγε και έβγαλε κάλτσες , μπόλια,βελέσι και έμεινε μόνο με τη δροσερή τσης ρόμπα.
Και εκεί που σιγά σιγά άρχιζε να νοιώθει άνθρωπος, έρχεται ο ''γέρος'' κούτσα κούτσα με τη λαγούτσα (ήταν 92 χρονών και οι νόνες 80). Με το που βλέπει τη γδύμνια τση νόνας, άφρισε. 'Αρχισε να ανασηκώνει τη βράκα του, να δένει και να ξεδένει το ζωνάρι του ''Ορή παλιόγρια, εμουρλάθηκες και πας να πουτανέψεις στα γεράματα; τί εγδύθηκες; Πήγαινε να βάλεις τα σκαρτσούνια ογλήγορα'' αγρίεψε ''Γιατί ορέ γέρο, με λες μουρλή και πουτάνα; Μοναχά εγώ δεν φορώ σκαρτσούνια; Με τέτοια κάψα, ούλες τα 'χουνε βγαλμένα, να και η συμπεθέρα'' προσπάθησε να πάρει το πάνω χέρι η νόνα. Με την αντιλογία τσης, ήδη ο νόνος είχε σηκώσει τη λαγούτσα του και την κατεύθυνε προς τα γδυμνά τσης πόδια. '' Επειδή η συμπεθέρα είναι μουρλή και πέταξε τα μαύρα και το μαντήλι τσης πάει να πεί ότι πρέπει να κάμεις και συ τα ίδια; Μποδάτε τι έχεις να κάμεις άμα πεθάνω''
Η γιαγιά από την Αθήνα έσπευσε να συνοδέψει τη νόνα μου μέσα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα ψεύτικα δόντια της: ''Χορό, συμπέθερε, χορό θε να κάμει!''....

14/6/09

Σαβατοκύριακο Φιέστας

Αφού σουλουπώθηκα και σεσταρήστικα και ανυψώθηκε λιγουλάκι το ηθικό, φόρεσα την εορταστική μου διάθεση και παρέστην στην γιορτή του Συλλόγου Γονέων. Η γιορτή τελείωσε, η εορταστική διάθεση παρέμεινε και για να μη πάει χαράμι θα πάω μέχρι την Κική για να παραλάβω το βραβείο Φαντασίας που μου έχει φυλαγμένο εδώ .




Όταν πριν μερικές μέρες διάβασα στης Κικής ότι μου απονέμει βραβείο φαντασίας, δεν πίστευα στα μάτια μου, εξεπλάγην και αμήχανη προσπάθησα να κρυφτώ πίσω από κάποια πλάτη, όπως την ώρα της πρωινής προσευχής όταν ήμουν μαθήτρια. Μη διαθέσιμης πλάτης, κρύφτηκα πίσω από τη βλάβη του πληκτρολογίου, που τελικά οφειλόταν στο ποντίκι. Αυτό το βραβείο, θεωρώ οτι δεν μου αξίζει, γιατί είμαι πάαααρα πολύ καινούρια και γκάβακας στη blogόσφαιρα, υπάρχουν τόσοι, τόσοι πολλοί, γνωστοί σου Κική μου που το αξίζουν...και σίγουρα όχι εγώ, με αναρτήσεις λιγότερες των είκοσι.
Ωστόσο, σκέφτομαι οτι είσαι γενναιόδωρη...και ποιος μπορεί να αρνηθεί την από καρδιάς γενναιοδωρία;
Με χαρά λοιπόν παραλαμβάνω το βραβείο και ακολουθώ το τυπικό της τελετής, στο πρώτο μέρος πρέπει να αναφέρω πέντε λόγους για τους οποίους γράφω και στο δεύτερο και πιο ενδιαφέρον να παραδώσω το βραβείο (σαν σε σκυταλοδρομία) σε άλλους πέντε Blogger.

Λοιπόν γράφω επειδή: 1) στα δύσκολα η Ζάκυνθος, η πατρίδα μου, είναι το καταφύγιό μου
2) δεν είναι πάντα εφικτό το πραγματικό ταξίδι μέχρι το νησί
3) το ιστολόγιο είναι εικονική απόδραση, τοπική και χρονική και τη μοιράζομαι και με άλλους
4) επειδή έχω τον ήλιο και την ηλιαχτίδα παιδιά μου και κάποτε ίσως με συναντήσουν εδώ.
5) επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία (αναφέρομαι στη δύναμη που λέει η Κική ότι κρύβω μέσα μου)

Και τώρα η απονομή ευχάριστη αλλά και δύσκολη διαδικασία:
-Στον π. Λυκογιάννη, για το ''zantional geographic'' του.

-Στην Ντάνα, αλλά επειδή το δοχείο νυκτός έχει ήδη γίνει χρυσό, παίρνει το βραβείο και για το σεντούκι με της μνήμες που κρατά κλεισμένο και που και που ανοίγει για χάρη μας.

-Στην Mareld, τη θαλασσένια μου, για το πάντρεμα του Ιπποκράτη με τις Μούσες ( το ξέρω Ντάνα μου, οτι με πρόλαβες, αλλά με τόσα τραταρίσματα που μας φιλεύει από κάθε της σπίτι, νομίζω ότι το βραβείο το δικαιούται και δις και τρις, θα έλεγα...)

-Στην Ναϊάδα , για τα παραμύθια της, εδώ η φαντασία καλπάζει...

- Στην Μαριλένα, για τον σουρεαλισμό της και με την ελπίδα οτι θα παραλάβει τη σκυτάλη και θα παραδώσει το βραβείο στους υπόλοιπους της παρέας...

- Αν αντί για τους πέντε αποδέκτες, έπρεπε να διαλέξω μόνο έναν, θα διάλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη τη Μαρία, για την αντοχή και το τσαμπουκά της. Και μη σας κακοφανεί φίλοι μου, αλλά ''το αφρικανάκι της ζωής μου'' ήταν το πρώτο post που διάβασα, συγκινήθηκα, έγινα φανατική αναγνώστριά της και στο Ιστολόγιό της πρωτάρχισα να σχολιάζω, με αποτέλεσμα να την μιμηθώ και να αναρτήσω τον ήλιο. Στη Μαρία δίνω το GOLD ΒΡΑΒΕΙΟ

-και τέλος χωρίς να αναφέρω ονόματα, σε όλους εκείνους τους γονείς, γνωστούς και αγνώστους, που έχουν ή δεν έχουν Blog, με πολύ πολύ περισσότερη δύναμη από εμένα.

εδωσα παραπάνω από πέντε, αλλά τι σημασία έχει;


Μερικοί από τους φίλους ετοιμάζονται για διακοπές, άλλοι διαβάζουν για το πτυχίο, άλλοι είναι απασχολημένοι κλπ. Το βραβείο σας φίλοι μου, θα είναι φυλαγμένο εδώ και θα σας περιμένει. Όποτε μπορέσετε, περάστε να το παραλάβετε. Καλή επιτυχία σε ότι και αν κάνετε!
Κική σε ευχαριστώ για την γενναιοδωρία σου!
.......
Υπόκλιση.
Χειροκρότημα
Αυλαία.
(Παρότι το χειροκρότημα συνεχίζεται, καλύτερα να μη ξανασηκωθεί η αυλαία, αλλά να χαμηλώσουν τα φώτα παρακαλώ. Α, το χειροκρότημα επιμένει και δυναμώνει. Καλά, σηκώστε την αυλαία για μια σύντομη υπόκλιση, αλλά κρατήστε χαμηλά τα φώτα για να μη φανούν οι ερυθριώσες παρειές μου...)
.........

Μαμαααά, ξύπναααα....

4/6/09

O, tempora, o mores!!! Μουρλάθηκαν οι νόνες!

     Τις τελευταίες μέρες είμαι σε μια υπερένταση, μία τσίνια. Άσε που με το τίποτα γίνομαι μπουρλότο. Μου λείπουν διακοπές και σαν το άλογο που οσμίζεται τον σταύλο του, άρχισα τον τριποδισμό; (μισοκλεμμένο από τον Ροϊδη) Είναι ανάδρομος κάποιος πλανήτης; Δεν ξέρω. Πάντως όλα και όλοι μου φταίνε και πρώτα από όλους εγώ η ίδια. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και αρχίζω τον εσωτερικό μονόλογο: ''Εμ βέβαια, αυτή μου φταίει. Μα φάτσα είναι αυτή; Μαλλί είναι αυτό; Τις προάλλες, η άλλη με πέρασε για μάνα της αδελφής μου και ας έχουμε μόνο, ένα χρόνο διαφορά. Αλλά δεν είχε άδικο,με τα μαλλιά μονίμως τραβηγμένα πίσω χαμηλά, σε κοτσίδι, πάλι καλά που δεν με είπε και γιαγιά της.Όχι, όχι, άδικο δεν είχε. Πρέπει να με φροντίσω λίγο, να με περιποιηθώ, να ανανεωθώ. Θα αλλάξει και η διάθεσή μου, βρε αδερφέ!'' Έτσι λοιπόν και αμ έπος, αμ έργον, πάω στο κομμωτήριο για να ανανεώσω το look και τη διάθεση. Αν μη τι άλλο θα χαλάρωνα, καθότι το μαγαζί διαθέτει πολυθρόνα μασσάζ για όση ώρα είσαι στον λουτήρα συν το θεϊκό μασσάζ στο τριχωτό της κεφαλής από τα χεράκια της βοηθού.
''Πως να τα κόψουμε'' η κομμώτρια
''Κοντό ντεγκραντέ καρέ με μίτες μπροστά''  ευθαρσώς εγώ. Με καθίζει κάτω και αρχίζει τη κουρά του προβάτου. Βλέπω τις ξανθές, μεταξένιες μπούκλες μου, να πέφτουν κάτω. (Εντάξει Βάσω και κορίτσια, μη γελάτε)...Ε, χμ, τα κατσιδόμαλλά μου ήθελα να πω. Κάποιο αιώνα μετά ( και αυτό είναι αλήθεια, γιατί έχω πολύ πυκνό μαλλί), μου δίνει τον μικρό καθρέφτη για να θαυμάσω την τέχνη της στο πίσω μέρος της κεφαλής μου.  Κάνω λοιπόν στροφή 180 μοιρών, αλλά το μάτι μου σκαλώνει στην πλάτη της κυρίας που τώρα έχω μπροστά μου. Για κλάσματα δευτερολέπτου μπερδεύτηκα και νόμισα ότι κοιτάζω το πίσω μου. Όμως όχι, επρόκειτο για μια άλλη κυρία που είχε το ίδιο μελί χρώμα με το δικό μου και από σύμπτωση το ίδιο κούρεμα. Άρα είμαι in, διάλεξα μοντέρνα κουπ, σκέφτηκα.
Έδωσα τα εύσημα στην κομμώτρια για την τέχνη της και κατευθύνθηκα προς το ταμείο δίνοντας μία κλεφτή ματιά στη σικ  κυρία που είχε το ίδιο λεπτό γούστο με μένα. Και τι βλέπω με τα όμορφα ματάκια μου; ...Βλέπω μια κυρία με τζην, μακώ μπλουζάκι και με εμφανώς  ξένη οδοντοστοιχία, ετών ...75 σίγουρα (η κυρία, όχι η οδοντοστοιχία). Φτου να πάρει! Μικρές, μεγάλες, ένα κούρεμα. Φασόν! Εγώ θυσίασα το γεροντοκορίστικο κοτσιδάκι μου, για να κάνω ένα όμοιο κούρεμα με την γιαγιά; Γιατί στο καλό, βαλθήκανε οι γιαγιάδες να γεφυρώσουνε το χάσμα των γενεών και κρεμάσανε στην αρμαράδα τσι βέστες και τα βελέσια τους; Γιατί δεν φοράνε πιά, ποδίες και μπελερίνες; Γιατί βάφουν τα μαλλιά τους και κόψανε τον κότσο; Που είναι το μαντήλι-μπόλια που σκέπαζε το χιονισμένο τους κεφάλι;

Δεν με πειράζει που με το νέο μου look πάλι με νόνα θα μοιάζω, η στην καλύτερη περίπτωση με μάνα της αδελφής μου, αλλά η νόννα μου, οι νόννες μου...ήταν τόσο γλυκές με την πλεξίδα που έφτιαχναν και την στριφογύριζαν σε σαλίγκαρο στην κορυφή του χιονισμένου τους κεφαλιού, τόσο αρχοντική η μία με την άσπρη μαντίλα στους ώμους ή στο κεφάλι και έμοιαζε τόσο σοφή με τα γυαλιά η άλλη! Αμ οι ρόμπες τους, με τις μεγάλες τσέπες, και τι δεν είχαν μέσα! Τον παράδεισο με όλα τα φιλέματα μέσα!

 Αλλά τι γλυκές που είναι οι γιαγιάδες για κάθε εγγόνι, ακόμη και αν φοράνε τζην, μακό μπλουζάκι και έχουν μελί μαλλιά. Τι και αν τα έχουν κόψει καρέ ντεγκραντέ; Πάντα γλυκιά θα είναι η θύμιση τση νόννας!.

Συνεχίζεται στην επόμενη ανάρτυση που θα γράψω για ποιο λόγο, ο γέρος πήρε τη λαγούτσα και έδειρε τη νόννα μας.