20/1/10

Σαν μηχανή του χρόνου...

Μετρό. Σταθμός, Μέγαρο Μουσικής. Ο επόμενος σταθμός Αμπελόκηποι. Σε ένα λεπτό! Σε ένα λεπτό κατεβαίνω. Δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο έρχομαι πιο κοντά στο ραντεβού μου. Μετά από 25 χρόνια θα έχουν αλλάξει. Ο συρμός αναπτύσσει ταχύτητα και σαν να βρίσκομαι σε κάποια μηχανή του χρόνου διακτινίζομαι 25 χρόνια πίσω, στην αυλή του 1ου Λυκείου Ζακύνθου. Διάλλειμα. Την επόμενη ώρα έχουμε ιστορία επιλογής. Το μικρό βιβλιαράκι που κρατώ στα χέρια μου αναφέρεται στις ιστορικές πηγές και είναι δυσνόητο. Ο μόνος τρόπος να έχουμε κάποια πιθανότητα επιτυχίας στις πανελλήνιες είναι η αποστήθησή του. Η Μαριάννα με μια γλώσσα να πηγαίνει ροδάνι μου το λέει μέχρι κεραίας. Προσπαθώ να κάνω το ίδιο. Του κάκου. Τα κενά μου είναι πολλά. Η φίλη μου με διορθώνει συνεχώς και γνωρίζω ήδη οτι αν τύχει και με ρωτήσει η φιλόλογος, στο σημείο που θα κομπιάσω θα θυμηθώ τη φωνή της Μαριάννας να με διορθώνει με έμφαση και θα ξεμπλοκάρω αυτοστιγμεί σαν να είναι ο μυστικός μου υποβολέας ή μήπως είναι στη πραγματικότητα η ίδια που μου ψυθιρίζει την απάντηση, σκύβοντας το κεφάλι στο θρανείο; Σε λίγο θα χτυπήσει το κουδούνι. Στα κάγκελα, βλέπουμε τον Τάκη, αγαπημένο και έμπιστο φίλο της Μαριάννας και δικό μου. ''Ντάντι, Ντάντι'', του φωνάζει και τρέχουμε προς το μέρος του. Ο Τάκης! Πάντα χαμογελαστός και πάντα έτοιμος για χαβαλέ! Αυτό το παιδί δεν είχε καθόλου άγχος. Ανταλλάσουμε τα νέα μας και φυσικά δεν παραλείπει να μας πειράξει οτι διαβάζουμε τελευταία στιγμή στο διάλλειμα και νάτο το αναθεματισμένο κουδούνι ...χτυπάει και πρέπει να μπούμε στις τάξεις μας. Σαν μελίσσι όλοι οι συμμαθητές κατευθυνόμαστε προς την πόρτα της τάξης. Η πόρτα ανοίγει και η φωνή της φιλολόγου ακούγεται από ένα μεγάφωνο (;) ''Αμπελόκηποι" Κοιτάζω σαν υπνωτισμένη γύρω μου και αντί των συμμαθητών μου βλέπω ένα άγνωστο πλήθος να βγαίνει από το μετρό. Χμ! Επέστρεψα στο παρόν. Προσγειώθηκα και με πολύ άγχος πάω να βρω τους φίλους μου. Μετά από 25 και πλέον χρόνια μας χωρίζει μια απόσταση αναπνοής ή μια αχανής αγεφύρωτη έκταση; Θα τους αναγνωρίσω; Θα με αναγνωρίσουν; Θα βρούμε πάλι τα ίδια σημεία επαφής; τους ίδιους κώδικες επικοινωνίας; Μήπως να γυρίσω πίσω; Είμαι όμως ήδη μπροστά τους. Η Μαριάννα και ο Τάκης! Χωρίς δεύτερη σκέψη πέφτει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Φιλιά, συγκίνηση! Θεέ μου! Πόσο έχουν αλλάξει! Που είναι το ψηλόλιγνο αγόρι με τα μαύρα ατίθασα μαλλιά; Και η Μαριάννα, με τα γυριστά ματοτσίνορα και τα μακριά καστανά μαλλιά; Που είναι η Μαριάννα και ο Τάκης που θυμόμουν; Μπροστά μου είχα δύο γοητευτικά άγνωστους ανθρώπους. Ώριμοι και γοητευτικοί και οι ίδιοι και το μόνο σημείο που μου θύμιζε τα νεαρά παιδιά που θυμόμουν, ήταν τα μάτια τους και το βλέμμα τους! Ζεστό, φιλικό, γεμάτο αγάπη. Και το ταπεραμέντο τους! Εξωστρεφές, ζωηρό και αιώνια ζακυνθινό! Δεν ξέρω αυτοί πως με είδαν- είπαν οτι δεν άλλαξα καθόλου. Ξανααγκαλιαστήκαμε και στις επόμενες ώρες που πέρασαν χωρίς να το καταλάβουμε, προσπαθήσαμε να χωρέσουμε 75 χρόνια ( το σύνολο των βιογραφιών μας) και τις κοινές μας αναμνήσεις. Δεν υπήρξε ούτε ένα λεπτό αμηχανίας! Λέγαμε, γελάγαμε, πειράζαμε ο ένας τον άλλο σαν σχολιαρόπαιδα...όπως τότε...!
Το νήμα δεν κόπηκε...

Αγαπημένοι μου φίλοι, χάρηκα πολύ που σας ξαναείδα και σας ευχαριστώ για το υπέροχο απόγευμα. Πέρασα θαυμάσια.!
Θα ξαναβρεθούμε παιδιά!

11/1/10

Για τον Παναγιώτη, ...ένα παλικάρι από το χωριό μου...

Βρίζε με, μάνα βρίζε με κι εγώ να φύγω θέλω,

να πάω με τα κάτρεγα, με τα χοντρά καράβια,

να κάμω μήνες να διαβώ και χρόνους να γυρίσω,

να βαρεθούν τα μάτια σου τηράζοντας τζη στράταις

και να μαλλιάσει η γλώσσα σου ρωτώντας τζη διαβάτες



''Διαβάτες που διαβαίνετε, καλοί μου στρατηλάτες,

μην είδετε τον Έρωτα, κι εμένα το παιδί μου;''



''Πες μου σουσούμια του κορμιού ναν τόνε σουσουμιάσω''



''Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός, μα ήταν κυπαρισσένιος,

είχε κορμί για τ' άρματα και μέση για πατρώνα,

είχε καιν ώμους τορνευτούς για τα ντουφέκια ανκάνα,

είχε κεφάλι ολόχρυσο και τα μαλλιά μετάξι

Και τα φτερά του λείπανε του γιου μου να πετάξει.''



και εκείνοι απηλοηθήκανε και τέτοιο λόγο λένε.



''Εμείς εψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο,

κι είχε τα θύκια πάπλωμα, τον άμμο ματαράτζι

και τα ξανθά του τα μαλλιά είχε προσκεφαλάκι.

Μαύρα πουλιά τον τρώγανε, κι άσπρα τον τρογυρίζαν

κι ένα πουλί, καλό πουλί, δεν ήθελε να φάει.''



''Φάε και συ μωρέ πουλί, φάε κα συ από μένα,

φάε από πόδια γλήγορα και χέρια προκομμένα,

φάε κι από τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα!

Μα θε να κάμω μια γραφή σιδεροβουλλωμένη,

να στείλω στη μανούλα μου τη πολυπικραμένη.''



Ζακυνθινό δημοτικό μοιρολόι από τα ''Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου'' του Ν. Κατραμή (1880)