25/5/10

Ρομαντικό δημοτικό άσμα



Προξενητάδες έστειλε ο Ράλλης για γυναίκα,
Τη βρήκανε οπώφαινε του Ράλλη το ζωνάρι.
Χρυσάφι, ασήμι τώρριχνε, και τ' ασημιού λογάρι,
Κι' ασήμι κι' ασημόγνεμα, κλονιά μαργαριτάρι.
Το έφανε, το ξύφανε, στον κόρφο της το βάνει.-
Μάνα, νερό δεν έχουμε κ' εγώ θα πάω να φέρω.-
Το χρυσό σίγλο άρπαξε, στη βρύσι κατεβαίνει.
Εκεί εύρυκε τζη όμοιαις της και τζη χειροτεραίς της.-
Μωρή καρυδομάγουλη κι' αμυγδαλογελάστρα,
Μωρή ανεράϊδα του γιαλού και ανευροχορταρίστρα,
Ο Ράλλης επαντεύτηκε κι' άλλη γυναίκα επήρε,
Κ' εσέ κουμπάρα κράζει σε να τόνε στεφανώσης.-
Εγώ, κι' αν παντρεύτηκε, με γεια του με χαρά του.
Να παντρευτώ θέλω κι' εγώ κοντά στη γειτονιά του,
Να πάρω από τη γέννατου και οχ τη γεννολογιά του,
Και να περνώ από κείθενε, να καίγετε η καρδιά του-
Να σου κι' ο Ράλλης έρχεται, στον μαύρον καβελλάρης,
Με το καπέλλο χαμηλά, την κόρη χαιρετάει.-
Βγάλε μου, κόρη μου, νερό, να πιώ κ' εγ' ο καϊμένος'
Κόρη τι έχείς και χλίβεσαι τι εχείς κι' αναστενάζεις;-


Έμαθα που παντρεύτηκες με γεια σου με χαρά σου,
Να παντρευτώ θέλω κ' εγώ, κοντά στη γειτονιά σου,
Για να περνώ από κείθενε, να καίγεται η καρδιά σου.
Πέρνει και πάει σπήτι της σα μήλο μαραμένο,
Σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα Πατρινό κεράσι.
Η μάνα της την ερωτά, η μάνα της της λέει,
Τι έχεις Μαρία, και χλίβεσαι, τι έχεις και αναστενάζεις;-
Ο Ράλλης επαντεύτηκε, κι άλλη γυναίκα επήρε,
Κι εμέ κουμπάρα έκραξε για να τον στεφανώσω.-
Μωρή έχεις πόδια να σταθής, και μάτια να τηράξης.
Και χέρια βεργολύγιστα ν' αλλάξης τα στεφάνια;-
Και πόδια έχω να σταθώ, και μάτια να τηράξω,
Και χέργια βεργολύγιστα ν' αλλάξω τα στεφάνια.-
Κ' η μάνα της κ' η θειάδες της κ' η πρωτοξαδρεφαίς της
Τρεις μέραις την χτενίζανε, τρεις μέραις και τρεις νύχταις.
Τζη βάν τον ήλιο πρόσωπο, και το φεγγάρι στήθια,
Και του κοράκου τα φτερά τζη βάνουνε στα φρύδια.
Τον άμμο τον αμέτρητο' τζη βάνουν δακτυλίδια
Και σαν λουλούδια του βουνού βάνουν μαργαριτάρια.-
Τη ρούγα πέρνει μόνη της, στην εκκλησιά πηγαίνει.-
Μα εκεί παπάς δεν έψαλλε, διάκος δεν ελειτρούγα,
Κ' εκεί τ' αναγνωστόπουλα 'φήκαν το διάβασμά τους.-
Ψάλλε παπά, σαν έψαλλες, διάκο 'σαν ελειτρούγας.
Κ' εσείς αναγνωστόπουλα πέστε το διάβασμά σας!-
Και η Μαρία σαν έπαψε ο Ράλλης απλογήθη.-
Παπά μου, κάμε γλήγωρα, κάμε για τη ψυχή σου.
Μ' αυτή μαζή θα ζήσουμε, ώστε να βγή η ψυχή μας.-
Κ' η μάνατης σα γύρισε, τρέχει την αγκαλιάζει,
Καλώς τη θεγατέρα μου τη μυριοτιμημένη
Που για κουμπάρα εκίνησες κ' ήρθες στεφανωμένη.*


*Τοπικό Δημοτικό Τραγούδι που κατέγραψε ο αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, Νικόλαος Κατραμής στα ''ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ'' (1880)

Σημείωση 1 : Η ορθογραφία και τα σημεία στίξης είναι όπως στο πρωτότυπο. Η μόνη διαφορά είναι οτι χρησιμοποίησα το μονοτονικό και όχι το πολυτονικό του πρωτοτύπου.

Σημείωση 2 : Οι πίνακες είναι έργα του Edward Burne Jones

19/5/10

...δίνει βιτσιά του αλόγου του...

Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησε, αλλά εδώ και μέρες μου έχει κολλήσει και εκεί που δεν το περιμένω και στο εντελώς άσχετο, ξεπετάγεται ανάμεσα στις σκέψεις μου ή στα λόγια μου: ''και στη δασκάλα πάει ''. Ποιός πάει, και γιατί πάει; Άγνωστο! Το σύμπτωμα μοιάζει με τικ. Δεν το ελέγχω και έχει αρχίσει πλέον να με απασχολεί. Και άλλες φορές μου έχει συμβεί να ξεπετάγονται από το πουθενά λέξεις ή φράσεις που κάποτε με είχαν δυσκολέψει στην απομνημόνευσή τους. Τούτη δω όμως είναι μια απλή φράση τι δυσκολία μπορεί να είχε ποτέ; Το συζητώ με το alter ego μου, την αδελφούλα μου, που πολλές φορές ο ''σκληρός της δίσκος'' έχει πληροφορίες που στον δικό μου έχουν διαγραφεί ή καταστραφεί.
''Περπατώντας πάει στη δασκάλα;'' με ρωτάει
''Με άλογο'' της απαντώ αυθόρμητα.
''Σαν να μου θυμίζει κάτι, κάτι στενάχωρο''
''Έχεις δίκιο, κάτι μας έλεγε η μαμά, ένα τραγούδι''.
''Ένα τραγούδι για έναν πατέρα που έψαχνε το γιο του και πήγε στο σχολείο να τον βρεί''
''Δίνει βιτσιά του αλόγου του και πάει στη δασκάλα. Αυτό είναι!''
''Δεν ψάχνουμε στο ίντερνετ να το βρούμε;''

Στο ίντερνετ...μεγάλη ήττα! Χιλιάδες σελίδες! Όποια και αν ανοίγαμε είχε να κάνει με βίτσια με ζώα κλπ μέχρι και σε ομηρικό έπος πέσαμε με ...διαφορετικό τρόπο γραμμένο. Ήμασταν έτοιμες να τα παρατήσουμε γιατί δεν μπορούσαμε να θυμηθούμε κάποιο άλλο στίχο ή κάποια λέξη -κλειδί και ενώ κατεύθυνα ήδη τον κέρσορα προς το ''Χ'' του κλεισίματος....
''αν είσαι Τούρκος φάγε με'', ψιθυρίζω σαν υπνωτισμένη
''αν είσαι σκύλος πιές με, αν είσαι ο πατέρας μου,'' ψιθυρίζει στην ίδια κατάσταση και η Βάσω
''σκύψε και φίλησέ με'' οι δυό μας εν χορώ.
Πως ξεπήδησε τώρα, όλο τούτο; ύστερα από τόσα χρόνια που 'ταν καταχωνιασμένο; Πρέπει να είχαμε την ηλικία των κοριτσιών μας , τεσσάρων με πέντε, όταν μας το έλεγε η μάνα μας. Ήταν από κείνα τα θλιβερότράγουδα που μας έλεγε για να καταφέρει να μας ταϊσει ενώ κλαίγαμε (διαφορετικά δεν υπήρχε περίπτωση να ανοίξουμε το στόμα μας).

Πληκτρολογώ ''αν είσαι Τούρκος φάγε με'' και ...ιδού από τα δημοτικά τραγούδια της Ανδριανουπόλεως στον β΄τόμο των Θρακικών

Ή φόνισσα μάννα

Μικρός μικρός στα γράμματα, μεγάλος στο σχολείο,
τον σχόλασεν ο δάσκαλος να πάει να γιοματίσει.
Στον δρόμον οπού πήγαινε τον Θιόν παρακαλούσε,
να εΰρει την μητέρα του μαζί με τον πατέρα.
Μα βρήκε την μητέρα του με ξένο παλλικάρι.
—`Ας ειν` , ας είν` , μητέρα μου. κι` αν δεν το μαρτυρήσω,
αν έρθει ο πατέρας μου, κι` αν δεν το μαρτύρησω.
—Τι είδες, βρε διαβουλογέ, και τι θά μαρτυρήσεις ;
—Ό,τι είδανε τα μάτια μου, κείνο θά μαρτυρήσω.
Τον πιάν` απ` το χεράκι του και σαν αρνί τον σφάζει.
Παίρνει τις δυο τις πλάτες του στον μάγειρα τις δίνει.
—Να, μάγειρα, μαγείριψη κρέατα ανθρωπίσια.
—Να κι` ο πατέρας τ' έρχεται άπαν` απ' το μπαΐρι
φέρνει καμήλες δώδεκα, μουλάρια δεκαπέντε,
φέρνει κ ενα χρυσό πουλί να παίζει ο Κωνσταντίνος.
—Καλή μέρα, νοικοκυρά, και πουν` ο Κωνσταντίνος ;
Τον έφερα χρυσό πουλί να παίζει να έγλεντίζει.
— Τον άλλαξα τον στόλισα, στον δάσκαλο πηγαίνει.
—Καλή μέρα σου, δάσκαλε, και πούνε ο Κωνσταντίνος,
τον έφερα χρυσό πουλί να παίζει να έγλεντίζι.
—Τρεις μέρες έχω να τον ίδώ και τρεις να τον διαβάσω,
και άλλες τρεις αν δεν τον δγιώ τον νουν μου θε να χάσω ,
Καβαλικεύει τ` άλογο στο σπίτι του πηγαίνει.
—Δεν ειν`, κυρά μου, το παιδί, δεν ειν` ο Κωνσταντίνος.
—Κάτσε να φας, κάτσε να πχής κάτσε να τραγουδήσεις,
κι' από δυο ώρες υστέρα θά έρτ` κι` ο Κωνσταντίνος.
Στρώνει τραπέζι ολόχρυσο και κούπα διαμαντένια,
και τα χουλιαριά πού θά φαν, ήτανε ασημένια.
Και πήρε μια και πήρε δυο στο τρίτο απεκρίθη.
—`Αν είσαι σκυλλος φάγε με, η λύκος λυσσασμένος,
κι` αν είσαι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με.
Την πιάνει απ` τα μαλλάκια της και στο σακκι την βάζει,
στο άλογο την φόρτωσε, στον μυλον την πηγαίνει.
—`Αλεθε, μυλε μ`, αλέθε, μιας αγνωμης κορμάκι,
να κάμς αλεύρι κόκκινο και την πασπάλη μαύρη,
να έρχουνται οί εΰμορφες να παίρνουν κοκκινάδι.
ναρχουνται κ` οί γραμματικοί να παίρνουνε μελάνι,
να γράφουνε τα πάθια μου, τα πάθια της καρδιάς μου.
(Πρβλ. 'Εκλογ. Πολίτου 152. 91):

Βρήκα και άλλη παραλλαγή πολύ πιο κοντά σε αυτό που θυμόμασταν σε φόρουμ που αφορά σε παραδοσιακή μουσική από Άρτα και μία ακόμη από το Ριζοκάρπασον της Κύπρου:

Μιαν ημέρα ο Κωστάκης (δίς) πήγεν νά κυνηγήση. (δίς)
Βρίσκει δυό φίδια ζωντανά (δίς) καί δύο σκοτωμένα, (δίς)
βρίσκει καί τήμ μανούλαν του (δίς) μέ δυο παλληκαράκια. (δίς)
—Βρέ, τί είδες, βρέ. τί άκουσες (δίς) καί τί Θα μαρτυρήσεις (δίς)
—“Οτι είδαν τά ματάκια μου, (δίς) αύτα Θα μαρτυρήσω. (δίς)
Βγάζει καί τήμ μαχαίραν της (δίς) καί τόμ ‘ποκεφαλίζει, (δίς)
βγάζει καί τ’ άντερούκια του (δίς) καί στό πκιάτον τά βάζει. (δίς)
—Γυναίκα, πού είναι τό παιδίμ, (δίς) πού είναι ό Κωστάκης; (δίς)
—Είς τήγ γιαγιάν του πήγαινε (δίς) καί έκεί θέ νά τόν εύρης. (δίς)
Καβαλλικεύει τ’ άλογον (δίς) καί στήγ γιαγιάν του πάει. (δίς)
—Γιαγιά, έδώ είναι τό παιδίν, (δίς) έδώ είναι ό Κωστάκης; (δίς)
—“Εχω τρείς μέρες νά τόδ δώ (δίς) καί τρείς νά τού μιλήσω. (δίς)
Καβαλλικεύει τ’ άλογον (δίς) καί στήγ γυναίκαμ πάει. (δίς)
—Γυναίκα, πού είναι τό παιδίμ, (δίς) πού είναι ό Κωστάκης; (δίς)
—Είς τό οχολειόν του πήγαινε (δίς) καί έκεί Θέ νά τόν εύρης. (δίς)
Καβαλλικεύει τ’ άλογον (δίς) καί στό σχολειόν του πάει. (δίς)
—Δάσκαλε, ‘δώ είναι τό παιδίν, (δίς) έδώ είναι ό Κωστάκης; (δίς)
—“Εχω τρείς μέρες νά τόδ δώ (δίς) καί τρείς νά τού διαβάσω. (δίς)
Καβαλλικεύει τ’ άλογον (δίς) καί στήγ γυναίκαμ πάει. (δίς)
—Γυναίκα, πού είναι τό παιδίν; (δίς) — ‘Εδώ είναι ό Κωστάκης; (δίς)
Κάτσε νά φάς κάτσε νά πκιής, (δίς) κάτσε τζιαί νά γλεντήσης. (δίς)
—“Αν είσαι Τούρκος, φάγε με, (δίς) κι’ άν σκύλος, πκιέ με, (δίς)
τζι’ άν είσαι ό πατέρας μου, (δίς) σκύψε καί φίλησέ με. (δίς)
Πκιάννει καί τήγ γυναίκαν του (δίς) καί στ’ άλογον τήδ δένει. (δίς)
Κτυπά βιτσιάν τ’ άλόγου του, (δίς) παίρνει καί τήσ σκοτώννει. (δίς).

Τι παράξενο; Αυτό που θυμόμασταν είχε στίχους και από τις τρεις παραλλαγές. Ανδριανούπολη, Κύπρος, Άρτα, Ζάκυνθος. Παράξενη και θαυμαστή διαδρομή! Από στόμα σε στόμα! Ταξίδευε ο άνθρωπος και ταξίδευαν και τα τραγούδια του τόπου του μαζί του. Μεταδημότευαν και τούτα σε νέους τόπους και ο νέος τόπος τα μπόλιαζε με τη δική του γλώσσα/διάλεκτο. Τους πρόσθετε καινούριες λεπτομέρειες και αφαιρούσε κάποιες άλλες, ανάλογα με τη φαντασία του κάθε τραγουδιστή. Έτσι δεν κάνει η λαϊκή Μούσα; Πολύ πολύ ενδιαφέρουσα η ανάλυση του Ν. Πολίτη που ανάγει το θέμα στους αρχαίους μύθους και παραμύθια. Το αρχαιότερο έγγραφο που αναφέρει το τραγούδι βρέθηκε σε μοναστήρι στα μεταίωρα και είναι του 16ου/17ου αιώνα. Λεπτομέρειες στο φόρουμ των Αρτινών

Η Βάσω και εγώ νοιώσαμε την ίδια φρίκη, όπως τότε που ήμασταν μικρές και μπορεί να μη είμαστε ακριβώς σίγουρες πως ήταν αυτό που μας έλεγε η μητέρα μας (πιθανόν να είχε αφαιρέσει κάποια σημεία ή να τα απάλυνε βάζοντας τις δικές της βελονιές), το σίγουρο όμως είναι ότι δεν πρόκειται να το πούμε στα παιδιά μας αν δεν φθάσουν πρώτα στην εφηβεία.

Υ.Γ Στον ''σκληρό'' της αδελφής μου υπάρχει καταγραφή ότι αρχικά η μητέρα μας ξεκίνησε να λέει κρυφά μας, το τραγούδι στον αδερφό μας που είναι αρκετά μεγαλύτερός μας. Εμείς κάτι αρπάξαμε και με γαλυφίες καταφέραμε τον μεγάλο να μας το πει. Σοκαριστήκαμε βέβαια, αλλά και μας έλκυε να το ακούμε. ''Ελα μαμά πες το μας, αφού το ξέρουμε...''