29/12/09

Το τελευταίο της ζωής μου ταξείδιον


Κυλλήνη, είκοσι χρόνια πριν... Παραμονή Χριστουγέννων... Λιακάδα Δεκεμβριάτικη... Μια παρέα Ζακυνθινοί, που όπως συνήθως συναντιόμαστε μόνο ενόψει διακοπών στο λιμάνι, περιμένουμε το φέρι για να περάσουμε απέναντι. Στο νησί μας! Ανυπομονούμε να έρθει και να φύγουμε για να βρεθούμε μια ώρα αρχύτερα στα σπίτια μας και στους αγαπημένους μας. Και να...! Να! Το άσπρο πλοίο, με τις χαρακτηριστικές μπλε γραμμές, εμφανίζεται ξαφνικά πάνω από τα μουράγια του μώλου και μπαίνει με φόρα και κουπασταριστό στο λιμάνι. Καμαρωτό σαν κύκνος αρχοντικός και λαμπερό από τις ασημένιες ανταύγειες που σκόρπιζε ο ήλιος στο νερό. Τι δέος! Τι θέαμα! Τι χάρμα οφθαλμών! Τι αγαλλίαση! Ποτέ άλλοτε δεν μας είχε εντυπωσιάσει τόσο!
''Τι όμορφο που είναι! Τράβα το μία φωτογραφία!'' είπε η αδελφή μου με θαυμασμό.
''Άσε, καλύτερα. Θα το τραβήξω το ''ΖΑΚΥΝΘΟΣ'' μια άλλη φορά. Έχω μόνο δύο θέσεις στο φιλμ, και θέλω να τραβήξω το λιμάνι μας και τη Χώρα''.


Τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα( 28/12/1989), απόγευμα, είμαστε πάνω στον ''Πρωτέα''. Ο καιρός δεν είναι καλός. Οι μηχανές του πλοίου ξεκινάνε, παρόλο το μπουρίνι, για να ...σβήσουν απότομα. Μάλλον έδωσαν απαγορευτικό. Ξανά πίσω στο κτελ για να παραλάβουμε τα πράγματά μας. Εκεί μαθαίνουμε τα μαντάτα...
Το ''ΖΑΚΥΝΘΟΣ'' βουλιάζει...
Λεπτό προς λεπτό, όλο το νησί παρακολουθεί από τα ερτζιανά και από την τηλεόραση, τις προσπάθειες διάσωσης του πληρώματος και των λίγων επιβατών του...
Ένας άνθρωπος χάθηκε...

Το πρώτο πλοίο της Ένωσης ζακυνθίων βούλιαξε...
και η Ζάκυνθος βούλιαξε στη θλίψη...


Το επόμενο πρωί, φθάνουμε στη Κυλλήνη. Το πλήρωμα του ''Ζάκυνθος'' είναι εκεί. Περιμένουν το πρώτο, μετά το ναυάγιο, πλοίο, που θα έρθει από το νησί. Στο λαιμό τους έχουν περάσει το τελευταίο ενθύμιο... Τα σωσίβια! Πάνω τους, το όνομα του καραβιού. Τα χέρια τους, ποτισμένα από την αλμύρα, τα έχουν γαντζώσει τόσο γερά, σαν να βρίσκονται μέσα στη θάλασσα και να παλεύουν για τη ζωή τους ή σαν να θέλουν να κρατήσουν γερά πάνω τους την τελευταία εικόνα του πλοίου τους, σαν να μπορούσαν έτσι να το κρατήσουν για πάντα στην επιφάνεια. Τα πληρώματα των δύο καραβιών αγκαλιάζονται! Δάκρυα, σκυφτά κεφάλια, παρήγορα χτυπήματα στη πλάτη, στον ώμο. Αγκαλιές και φιλιά με συγγενείς και επιβάτες... και ένα Δόξα σοι ο Θέος και ο Άγιος... οι άνθρωποι γλιτώσανε...

Λίγο πιο έξω από το λιμάνι της Κυλλήνης και σε μικρό βάθος ''κοιμάται'' το καράβι μας! Κουφάρι, πια, έχει γίνει κατοικία της θαλάσσιας χλωρίδας και ιχθυοπανίδας!


Εύχομαι το 2010 να είναι καλοτάξιδο για αυτούς που ταξιδεύουν ...στη θάλασσα, στον αέρα, στη στεριά, στο διαδίκτυο και στις ατραπούς της σκέψης.

Καλή χρονιά σε όλους τους ναυτικούς, σε όλους τους χειμερινούς, θερινούς, και υποβρυχίους κολυμβητές.
Καλή χρονιά στους αεροπόρους, στους αιθεροβάμονες, στους οδοιπόρους και στους οδηγούς οχημάτων και ίππων (εις τη ν υψούμενο).
Καλή χρονιά στους ''νομάδες'' και στους ''εδραίους''
Καλή χρονιά στους ταξιδευτές και σε αυτούς που δεν...

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ

18/12/09

Χριστουγεννιάτικο γράμμα στον πατερούλη μου

Αγαπημένε μου μπαμπά, φέτος δεν θα γράψω γράμμα στον Αη Βασίλη. Αποφάσισα να γράψω σε σένα κάποιες μικρές μου επιθυμίες και οτι ΄σου είναι βολετό κάμε.
Επειδή τα πιο πρόσφατα Χριστούγεννα που έκαμα στο σπίτι μας ήταν πριν δέκα χρόνια, τα έχω αποθυμήσει, πατέρα μου, και θάθελα φέτος να τα γιορτάσω με το δικό μας τρόπο και όχι με τον μακεδονίτικο.
Κάμε το κόπο λοιπόν και στείλε μου ένα δέμα με τη χριστουγεννιάτικη κουλούρα( να έχει και το ηύρεμα μέσα- μη τσιγκουνευτείς ε;), και χριστόψωμα ζυμωμένα με γλυκάνισσο και ζάχαρι, στολισμένα με αμύγδαλα και καρύδια. Βάλε μου και μία τσίμα ελιάς και ένα κλαδί ασπαραγγουνιάς. Λίγο κρασί και λίγο λάδι από τα δικά μας (βάλε μερικές μπότσες, δε θα πάνε χαϊμένες). Σε θυμάμαι να παίρνεις τη κουλούρα και να τη ραντίζεις πάνω από τη φωτία, βουτώντας τα κλαδιά στο λάδι και το κρασί και να ψέλνεις το ''η γέννησή σου Χριστέ...''. Θυμάσαι φωνές και καβγάδες που κάναμε, όταν την έβαζες πάνω στο τραπέζι ...''από δω να αρχινήσεις μπαμπά'' ''όχι, όχι από δω...'' Τέσσερα παιδιά και τα τέσσερα θέλαμε το νόμισμα. Είχαμε ψάξει την κουλούρα για τυχόν εξογκώματα και είχαμε κάνει τους υπολογισμούς μας.
Μη ξεχάσεις να μου στείλεις και κάνα δύο κραμπία (βάλε πεντέξι καλύτερα, γιατί μου αρέσουν και ωμά), βρετζότο όπωσδήποτε και μαύρα μπρόκολα από αυτά τα δικά μας, που κοκκινίζει το ζουμί με το που θα βάλεις το λεμόνι. Θέλω μπόλικα αυγά για το αυγολέμονο και μπόλικα λεμόνια (από Μπελούσι να πάρεις). Ακόμη έχω στ αυτιά μου τον ήχο που έκαναν τα διπλά πηρούνια στις σκουτέλες καθώς όλη η γειτονιά με άψογο συντονισμό, σε χρόνο και σε τόνο...την ίδια ώρα (λίγο πριν τη μία, λίγο πριν το κένωμα, χτύπαγε τα ασπράδια μέχρι να γίνουν μαρέγκα. Και τι υπέροχο αυγολέμονο με πλούσιο αφρό, γινόταν! Μη ξεχάσεις το πτηνό, μπαμπά (χωριάτικο, δικό μας, τάπαμε μη τα ξαναλέμε)
....Και αποκόντω, έχεις απάνου από τα καρτέλλα κρεμασμένα με σχοινάκι κάτι πεπόνια χειμωνιάτικα και κάπου πήρε το μάτι μου και κάμποσα σταφύλια σιδερίτες, βάλε και από δαύτα. Για τα χριστούγεννα δεν τα φυλάς;
Δεν πιστεύω να λησμόνισα κάτι άλλο εκτός από το χοιρινό για την επόμενη μέρα. Άστο όμως, θα πάρω από δω... θα μου πεις όμως οτι το ντόπιο είναι καλύτερο ...καλά βάλε και από δαύτο και δεντρολίβανο και σκόρδο για να τα ανακατέψω με αλατοπίπερο και να παραγιομίσω τσι μαχαιρίες που θα του κάμω.
Τίποτσις άλλο δεν θέλω πατερούλη μου, το μόνο που με στεναχωρεί είναι που κανένας δεν θα βρεθεί εδώ να βαρέσει σμπάρα με το κόψιμο τση κουλούρας.

Σου εύχομαι ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Σου στέλνω την αγάπη μου και να είσαι πάντα καλά.

Σε φιλώ,

η θυγατέρα σου

10/12/09

Πάμε για λάχανα...


Η μικρή μου πριγκίπισσα είναι άρρωστη και βασική ύποπτη για τη μοδάτη νόσο. Είμαστε και οι δύο μας κλεισμένες καραντίνα στο αστικό μας διαμέρισμα και ενώ τις πρώτες μέρες βρίσκαμε διάφορα να κάνουμε για να περάσει η ώρα, τώρα έχει αρχίσει η ανία να εισβάλει στον μικρόκοσμό μας... Πόσα παραμύθια να πούμε; Πόσα dvd να δούμε; Πόσες ζωγραφιές να κάνουμε; Πόσα δέντρα να στολίσουμε; Πόσες κούκλες να ντύσουμε πριγκίπισσες; Πόσα κεκάκια και τσαγάκια να φτιάξουμε στην κουζινίτσα της; Πόσους ρόλους να υποδυθούμε στο αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο;

Tο μυαλό μου αρνείται πλέον να προσπαθεί να βρει κάτι καινούριο για να διασκεδάσουμε και όλο και πιο συχνά δραπετεύει σε τόπους αγαπημένους, καταπράσινους και υγρούς και τυλιγμένους στην πρωινή πάχνη ή στο πούσι και στις τουλούπες καπνού από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες που καίνε ξύλο ελιάς και αμπελόβεργα.

Με βλέπω να διαβάζω στη κρύα κάμαρα και κρυφακούω τη μαμά μου και τις θείες μου να λένε εμπιστευτικά η μία στην άλλη οτι στο τάδε μέρος τση Βάρτας γιομίσανε δύο μαλαθούνια με λάχανα κάθε λοής στο μινούτο. Μετά το μεσημέρι θα πάνε πάλε. Η Λούλα δεν αδειάζει έχει υφάδι στον αργαλιό. Η νόνα την παροτρύνει να πάει και θα τση καθαρίσει αυτή τα λάχανα. Σαν τις Σταχομαζόχτρες στον πίνακα του Ζ. Φ. Μιλλέ σκύβουν πάνω από τσι έρμπες και με ένα μαχαιράκι κόβουν λίγο πάνω από τη ρίζα τους. Το απόγευμα γυρίζουν με τα μαλαθούνια και τσι ποδίες γιομάτες με ραδίκια διαφόρων ειδών, χειροβότανα, ασγαρατζούς, αληλούιες, καυκαλίδες, ζοχιούς, πικραλίδες και λίγες μολόχες (αναρωτιέμαι αν τα λάπατα και τα λάπαθα συγχρονίζονται με την παραπάνω χλωρίδα). Η νόνα παίρνει τη μεγάλη και κατάμαυρη από τη γάνα παδέλα και τη βάζει πάνω στη πυροστία στη φωτία με νερό να βράσει, ενώ όλες μαζί οι γυναίκες καθαρίζουν τα λάχανα. Το βραδυνό για όλη τη γειτονιά, έχει ετοιμαστεί. Μερικές σαρδέλλες θα το συνοδέψουν.


Κάποια χρόνια αργότερα, σε αιφνίδια χειμωνιάτικη επίσκεψη στο νησί, αναρρωτιόμαστε με τι να δειπνήσουμε. ''Μπριζόλες'', λέει κάποιος. ''Με πατάτες;'' Χμ, δεν μας πολυενθουσιάζει. ''Με λάχανα;'' προτείνει η νύφη μου. ''Τέτοια ώρα;'' εμείς, οι επισκέπτες. ''Βάλε τη κατσαρόλα πάνω και σε λίγο έφτασα...'' απαντάει. Μέχρι να βράσει το νερό τα λάχανα που φυτρώναν λίγο πιο πέρα από την αυλή της σε κάποιον όχθο, είχαν μαζευτεί και καθαριστεί. Στίψαμε μπόλικο λεμονάκι και είχαμε ένα βασιλικό δείπνο με ντόπιες μπριζόλες στα κάρβουνα, πατατούλες δικής μας παραγωγής, όπως και το λαδάκι και βέβαια τα νοστιμότατα αγριόχορτα απο τους τράφους και τους γύρω όχθους!
Τη ζήλεψα γι αυτή την άμεση ικανοποίηση των γευστικών επιθυμιών μας...!


Άντε, κοριτσάκι μου, να γίνεις καλά να πάμε στη λαϊκή να πάρουμε μία βρασία λάχανα, γιατί αν είναι να πάμε για λάχανα στη Ζάκυνθο, πρέπει να έχω και μία φυτολογική εγκυκλοπαίδια μαζί μου για να ξέρω τι μαζεύω ή το πολύ πολύ να ζαλίζω τη θεία Λούλα, όπως κάθε φορά ''Θεία, αυτό τι είναι; τρώγεται;''
Αλλά πάλι, και αυτά τα τεράστια, άγευστα χόρτα που πουλάνε για ραδίκια στη λαϊκή, καμμιά σχέση δεν έχουν με τα δικά μας ραδικάκια.!

Πάμε για λάχανα;
Τι; Θες, να παίξουμε monopoly....;....;....;

3/12/09

Το παράπονο (Αφιέρωση για την Παγκόσμια ημέρα ατόμων με αναπηρία)

Πριν τρία χρόνια, καθώς έψαχνα στο διαδίκτυο για τον αυτισμό, βρήκα το παρακάτω αριστούργημα που γράφτηκε πριν κάμποσα χρόνια (1994) από την κα Βούλα Τ., μητέρα αυτιστικού παιδιού.
Το είχε επιλέξει ο κος Στ. Νότας (κλινικός ψυχολόγος στην Ε.Θ.Μ.Α.) αντί εισαγωγής για το εγχειρίδιο ''Το φάσμα του Αυτισμού-Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές- Ένας οδηγός για την οικογένεια'' (Φορέας υλοποίησης: Σύλλογος Γονέων και Φίλων Αυτιστικών Ατόμων Ν. Λάρισας)*
Με συγκίνησε και με συγκλόνισε!
Ποιά μητέρα με παιδί στο φάσμα ή με άλλη αναπηρία δεν έχει νοιώσει το ίδιο;
Ποιός δεν έχει συγκινηθεί διαβάζοντάς το;
Σήμερα, περνώντας τυχαία από τη σελίδα της Ε.Θ.Μ.Α. , και συγκεκριμένα από την ενότητα ''εμπειρίες αυτιστικών ατόμων και των οικογενειών τους'' ξαναδιάβασα το αριστούργημα, όπως λέει και ο κος Νότας, το πεζοτράγουδο που είναι αφιερωμένο σε όλες τις μητέρες που απέκτησαν ένα γιο ''αλλιώτικο''
Με συγκίνησε το ίδιο όπως και τη πρώτη φορά και ίσως λίγο περισσότερο.
Θεωρώ οτι αυτό το πεζοτράγουδο, είναι ένας ύμνος αγάπης και τίποτα άλλο δεν ταιριάζει για την σημερινή ημέρα.
Αξίζουν συγχαρητήρια στον κο Νότα που το συμπεριέλαβε στη σελίδα της Ε.Θ.Μ.Α. και στο προαναφερθέν εγχειρίδιο και ένα μεγάλο, μεγάλο ευχαριστώ στην κα Βούλα.
.....................................

ΠΑΡΑΠΟΝΟ

«Σε περίμενα πολύ καιρό, αγαπημένε,
από τότε που το κορμί μου αλλάζοντας το πρώτο του σχήμα
ετοιμαζόταν να σε δεχτεί.
Σε περίμενα πολύ καιρό.
Την άνοιξη με τα χελιδόνια,
το καλοκαίρι με γεμάτα τα χέρια μου ώριμα φρούτα,
το φθινόπωρο ανοίγοντας πάνω στο νοτισμένο χώμα
τ’ αυλάκια της σποράς,
το χειμώνα πίνοντας παλιό κόκκινο κρασί.

Μέσα στο μυαλό μου η ανάσα σου η πρώτη,
και το πρώτο καλωσόρισμα στον ερχομό σου.
«έρχεται», έλεγα,
«έρχεται ο νικητής της μοναξιάς,
της οδύνης και του θανάτου μου».

Κι όταν ήρθες όλες μου οι αγάπες γλίστρησαν από πάνω μου,
όπως γλιστράει το νερό πάνω στο γυαλί και δεν αφήνει χνάρι,
κι απόμεινε μόνο η δική σου η πιο μεγάλη.
Κείνη που ‘ναι ανείπωτη ακόμα,
γιατί δεν βρέθηκαν λέξεις ποτέ να την ιστορήσουν,
κι ούτε στόμα ανθρώπου ευλογήθηκε ποτέ να ομολογήσει.

Ήρθες κι έθρεψες την μοναξιά μου με τη σιωπή,
κι ούτε που μου άπλωσες το χέρι.
Το δρόμο το δικό μου δεν τον καταδέχτηκες,
μήτε τη γλώσσα την προγονική,
παρά απλώνοντας τα χέρια σου,
άλλοτε με κινήσεις ανάλαφρες σαν των φτερών της πεταλούδας,
κι άλλοτε κωπηλατώντας στον αέρα,
ιχνογραφείς τα δικά σου μονοπάτια.

Έχω ένα παράπονο, ακριβέ μου,
και θα σου το πω.
Δε μου γύρεψες ποτέ καθαρή αλλαξιά
για να γυαλιστείς μες στον καθρέφτη.
Κι όμως είσ ’ ωραίος,
κι η ομορφιά σου δεν έχει μέτρο,
γιατί περιφρονεί την αποδοχή μας.

Μας χώρισε ένα ποτάμι απελπισία.
Εσύ στη μίαν όχθη κι εγώ στην άλλη.
Μα χτίζω ένα γεφύρι να σε φτάσω.
Θα ΄ναι γερό γεφύρι,
γιατί θα το στοιχειώσω με το κορμί μου.

Κι εσύ στέκεις εκεί και με κοιτάς ανέκφραστος,
απίστευτα γνώριμος και παράλογα ξένος.
Σώμα από μάρμαρο κι από βελούδο,
μάτια από νερό και νιόκοπη φλούδα πεύκου,
κι απάνω από το μέτωπο ν΄ αφρίζει βουβά,
μια θάλασσα τρικυμισμένη.

Ο γιος μου εννιάμισι μόλις χρονών».


κα Βούλα,
τα σέβη μου
να είστε πάντα καλά!

* ΥΠ. ΕΘΝ. ΠΑΙΔ. & ΘΡ. /Δ/ΝΣΗ ΕΙΔ. ΑΓΩΓΗΣ, Γ΄Κ.Π.Σ. ΕΠΙΧ. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: Ε.Π.Α.Ε.Κ. ΜΕΤΡΟ1.1, ΕΝΕΡΓΕΙΑ 1.1.4 ''ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΜΕΑ''
Ετικέτες Αφιερώσεις

12/11/09

Άρωμα...γαζίας, άρωμα μανούλας!


Απογευματάκι με λιακάδα, στο πάρκο της γειτονιάς μας. Μαζί με την αδελφή μου περπατάμε στα λιθόστρωτα μονοπατάκια. Τα παιδιά μας τρέχουν προς την παιδική χαρά. Είναι τόσο όμορφες αυτές οι Νοεμβριάτικες λιακάδες! Η γη έχει πρασινήσει, η σκόνη του καλοκαιριού έχει ξεπλυθεί από τις βροχές των προηγούμενων ημερών και ζωηρά χρώματα μας περιτριγυρίζουν. Χρυσάνθεμα, χρυσάνθεμα, χρυσάνθεμα! Σε ότι χρώμα, και ποικιλία μπορείς να φανταστείς. Πανέμορφα! Συμφωνούμε και οι δύο για τις ομορφιές γύρω μας και επιταχύνουμε το βήμα για να προλάβουμε τα μικρά, όταν...κοντοστέκομαι και της λέω ''Άκου μυρουδιά'' (ναι, εμείς στη Ζάκυνθο, τις ακούμε τις μυρωδιές και τις μοσκάδες, δεν τις μυρίζουμε) "Γαζίααα'' και κοιταζόμαστε. Στα γρήγορα ψάχνουμε για το δέντρο που τα κίτρινα άνθη του γαργάλισαν με το γλυκό τους άρωμα τις μύτες μας και ξύπνησαν μνήμες παιδικές, με ασπροσέντονα, εσώρουχα και σουρτάρια που μοσκοβόλαγαν γαζία και τη μαμά να μας τυλίγει με μεγάλες πετσέτες, γλυκά και διακριτικά αρωματισμένες! Κόβουμε από μερικά ανθάκια. Θα τα βάλουμε σε πουγκάκια από μπομπονιέρες και θα τα κρύψουμε στα σουρτάρια με τα ασπρόρουχα των παιδιών μας, για να αρωματίσουμε τα όνειρά τους και τα ρουχαλάκια τους.
Έτσι έκανε και η νόνα μας και η μαμά μας....

2/11/09

Σαν αποχαιρετισμός....

Με το τέλος του Οκτώβρη, τελείωσε το μικρό καλοκαιράκι και η τουριστική περίοδος. Ο φετινός Νοέμβρης ήρθε με πολύ κρύο και με χιόνια(!) σε κάποιες περιοχές. Τα θερινά καταλύματα, οι χώροι εστίασης και νυχτερινής διασκέδασης, έχουν πλέον κλείσει. Η χειμωνιάτικη απομόνωση του νησιού, έχει μόλις ξεκινήσει. Οι τελευταίοι τουρίστες, κούνησαν το λευκό μαντήλι του αποχαιρετισμού!
Σε αυτούς τους απανταχού της γης, των τελευταίων ημερών, πλάνητες, σε αυτούς που μέχρι τέλος Οκτώβρη μας τίμησαν με τη παρουσία τους και δεν μας άφησαν να πέσουμε σε χειμερία νάρκη, είναι αφιερωμένες οι παρακάτω φωτογραφίες...έτσι, σαν σουβενίρ, ...σαν αποχαιρετισμός...για το καλό ταξείδι και ...για το a rivederci!

Καλό Χειμώνα, φίλοι...

Κάτω από το Σκοπό: Ξεροκάστελλο


Κερί, στις σπηλιές!







Προς Μαραθονήσι...
Σπηλιά στο Μαραθωνήσι


Ξύγκια! Καταπληκτικά, παγωμένα νερά! Κρούσταλλο! Τόνωση!
Ηλιοβασίλεμα!
Ηλιοβασίλεμα, από τη ξέρα του Γέρακα!

2/10/09

Γιαλό- γιαλό μέχρι την Άμπουλα (μέρος 3ο)


Πίσω από τον Γάιδαρο, αρχίζει η βράχο- βράχο πορεία μας. Να κολυμπήσουμε ούτε λόγος. Καθώς εδώ δεν είναι πλάζ συναντάμε πολλά σκουπίδια που ξέβρασε η θάλασσα και κυρίως καλάμια, πολλά καλάμια και διάφορα μικροαντικείμενα που χάνουν ή ξεχνούν οι άνθρωποι στις παραλίες.
Και να ο επιβλητικός, σχεδόν κυλινδρικός βράχος, που απεικονίζεται και από τον L. Salvator σε σκίτσο. Ο Χάρης ποζάρει συνεχώς και μου χαλάει τα πλάνα. Πίσω από τον κυλυνδρικό βράχο υπάρχει μικρό προστατευμένο σημείο με άμμο. Φαντάζομαι πολλά ζευγαράκια θα εκμεταλλεύτηκαν την απομόνωση και την άγρια ομορφιά του μέρους. Ακούω επιφωνήματα εκπληξης από τον ανιψιό μου. Μου δείχνει ένα βράχο. Κάποιοι έχουν σκαλίσει τα ονόματά τους πάνω. Άρα, δεν είμαστε τρελοί και άλλοι έχουν περάσει από δω. δεν πάμε στο πουθενά, σκέφτομαι.
Ο Χάρης συνεχίζει να μονολογεί... Παρατηρώ καλύτερα. Φτούουυ, δεν είναι δυνατόν! Εκεί που καμαρώναμε οτι με τις φωτογραφίες που θα δείχναμε στους δικούς μας θα τους κάναμε να ζηλέψουν που δεν ήρθαν μαζί μας...διαπιστώνουμε οτι κάποιος από την οικογένεια πρέπει να είχε περάσει από εδώ και άφησε ...την υπογραφή του. Μετράμε τους αρσενικούς του σογιού. Ποιός τάχα, είναι ο πιο γκομενιάρης; Παντρεμένος ή ανύπαντρος; Λες να είναι ο παππούς; Μπααα!Σιγά μην ήρθε ο οποιοσδήποτε ραντεβού μέχρι εδώ και μετά σκάλισε το βράχο. Μάλλον με συντροφιά φίλων ήταν. Πλέκουμε διάφορα σενάρια και διάφορα σχέδια καταστρώνουμε για το πως θα διαπιστώσουμε τη ταυτότητα του χαράκτη*.
Κάπου εδώ βγαίνει ένα ρέμα και έχει κατεβάσει καλάμια μέχρι τη θάλασσα.
Ο βράχος στο κέντρο που μοιάζει με κάθισμα ... φυσικής ανάγκης.
Η ρεματιά λίγο πριν τη θάλασσα.
Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε , στη μια πλευρά της ρεματιάς,
για να συναντήσουμε στο φρύδι του λόφου, πάνω από τη θάλασσα...χαράξεις σαν έργα τέχνης, με σμίλη και καλέμι, αρχαίου γλύπτη....

Συναντάμε μια καλύβα* με θέα στη θάλασσα. Το μονοπάτι εδώ τελειώνει...δεν πάει παρακάτω. Από κάτω μικρός κάθετος γκρεμός! Αναγκαζόμαστε να αφήσουμε τον αιγιαλό και να παρακάμψουμε από μέσα από ελαιώνες της ενδοχώρας. Για να διαπιστώσουμε οτι σπαταλήσαμε 3/4 της ώρας για να βρεθούμε στον δρόμο που βγάζει στον Γάιδαρο. Σαν να μη προχωρήσαμε καθόλου. Μασουλάμε μερικά μπισκότα. Καλημερίζουμε μια γιαγιά που μας κοιτάει περίεργα για το πως ξεφυτρώσαμε μέσα από τα λιόφτα, στην άκρη της αυλής της.


Πλακόστρωτο δρομάκι που θα μας οδηγήσει στη θάλασσα. Νεόδμητες θερινές κατοικίες και άλλες υπό ανέγερση!

Δυστυχώς, υπό κατασκευή είναι και το δρομάκι που τελειώνει απότομα μερικά μέτρα πάνω από τα βράχια του γυαλού. Η κατηφόρα είναι εύκολη λέει το καμάρι του αδερφού μου. Αμ δε!
Ένα μέτρο με χώριζε από το έδαφος και αυτό δεν κατάφερα να το κατέβω, χωρίς να γδάρω τον αστράγαλό μου και τον γοφό μου. Τι να φταίει, τάχα; Το μαγιό μου που σκάλωσε στο βράχο; Ή η αλλαγή του κέντρου βάρους του σώματός μου, μετά από δύο εγκυμοσύνες; Ή; ...Ή;... Ή επειδή, δεν είμαι πια παιδί να σκαρφαλώνω σαν κατσίκι, όπως έκανα παλιά; ''Θυμάσαι, Χάρη, τότε που ήσουν ακόμη μικρούλης και πηγαίναμε για εξερευνήσεις;''

Εδώ ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι, ανώμαλοι βράχοι αλλά...άξιζε τον κόπο!

Βρεθήκαμε σε ένα πανέμορφο συγκρότημα, περιτοιχισμένο και με μικρές προβλήτες .
Αλλά ψυχή πουθενά.... Πανέρημο, να το χτυπά το κύμα...

Μετά την καστροπολιτεία- έτσι το ονομάσαμε- άλλο ένα δύσκολο σημείο, που εχτός από δύσκολο εξελίχθηκε και σε αστείο...Τελειώνουν οι βράχοι και υπάρχει μια στενή λωρίδα στεριάς χωρίς βράχια, πριν την αμμουδιά της Άμπουλας. Μόνο που αυτή η στενή λωρίδα είναι από γλήνα ...και τη βρέχει το κύμα...και γλυστράειειειει...Ο Χάρης προσπαθεί να τη διαβεί και βρίσκεται ανάσκελα κάθε μα κάθε φορά που το προσπαθεί. Έχει γίνει γουρουνάκι που κυλίστηκε στη λάσπη! Βράχο, βράχο ξανά μέσα από τη θάλασσα! Κάθε φορά που τραβιέται η θάλασσα και πριν μας φτάσει το επόμενο κύμα, πηδάμε!
Επιτέλους, πατάμε σε ζεστή αμμουδιά! Είμαστε στην Άμπουλα! Η ώρα είναι 11.30 π.μ.! Η παραλία αρχίζει να γεμίζει κόσμο. Ξεπλένουμε τα ρούχα του στη θάλασσα και τα αφήνουμε να στεγνώσουν πάνω σε ένα μουράγιο. Μπαίνουμε και εμείς στη θάλασσα και επιτέλους... κολυμπάμε και χοροπηδάμε ανάμεσα στα κύματα.
Λίγο αργότερα ο Χάρης απογοητεύεται που δεν θέλω να συνεχίσω την πορεία μας. Αλλά, είναι ήδη γιόμα! Θα μας φάει η κάψα. Θέλω και ένα παγωμένο φραπέ, βρε αδερφέ...Μου έχουν λείψει και τα παιδιά μου... Ε, και δεν είμαι πια, το ίδιο νέα, για να έχω τις ίδιες αντοχές , όπως παλιά... Εξαγοράζω την καλή του διάθεση με ένα γεύμα στο ταβερνάκι πάνω από τη θάλασσα και τηλεφωνώ να έρθουν να μας μαζέψουν. Η παρα θιν' αλός διαδρομή μας θα συνεχιστεί το επόμενο καλοκαίρι. Μέχρι τον κάβο; Μέχρι τις Αλυκές; Chi sa...;
Δύο μέρες μετά ο Χάρης έφυγε για να υπηρετήσει τη θητεία του...

Όλες αυτές οι αναρτήσεις ''Γιαλό-γιαλό" είναι αφιερωμένες στον μεγάλο μου ανιψιό τον Χάρη, που από τα πέντε του χρόνια έχει γίνει ο σύντροφος των εξορμήσεών μου ή εξερευνήσεων, όπως του άρεσε και του αρέσει να τις αποκαλεί όλες αυτές τις τρέλες. Άλλωστε η φετινή ήταν δικής του έμπνευσης και επιμονής.


*Η παραπάνω ανάρτηση έπρεπε να έχει γίνει πολύ καιρό πριν, αλλά ήθελα να βεβαιωθώ για τη ταυτότητα αυτού του συγγενή που χάραξε το βράχο. Και βεβαιώθηκα, μόλις χθές. Εδώ υπάρχει η έμμεση ομολογία του. Δεν συμφωνείτε;

21/9/09

Γιαλό - γιαλό...στη Μπούκα (2ο Μέρος)

Και εκεί που νομίζαμε ότι μετά τον Κάβο Γιδάκια (στις Συκιές), θα τελείωνε η αμμουδιά..., και ακολουθώντας τη στροφή μέχρι εκεί που δεν θα πήγαινε άλλο, με σκοπό να κολυμπήσουμε μέχρι το επόμενο βατό σημείο..., μας περιμένει η ευχάριστη έκπληξη! Το ξύλινο μονοπάτι που ακολουθήσαμε από την αρχή του Τσιλιβί, συνεχίζεται... και μας φέρνει μπροστά σε μιά μικρή παραλία, στεφανωμένη θαρρείς από τον καταπράσινο λόφο!
Είμαστε στη Μπούκα! Το τέλος της λαγκάδας στη Βρύση, όπως αναφέρει ο Λουδοβίκος Σαλβατόρ. Σύμφωνα με τις περιγραφές του, κάπου εδώ πρέπει να βρισκόταν το ποτάμι της Βαλσαμίνας (παλιά, όταν ήμουν παιδί, εδώ υπήρχε ένα μισόξερο ποταμάκι με πολλά μεγάλα κουνούπια να ίπτανται τριγύρω του), και κάπου εδώ πρέπει να ήταν το πηγάδι στην Κούλλα. Τίποτα από αυτά πλέον. Ούτε ποτάμι, ούτε πηγάδι. Πολιτισμός!
Οι ομπρέλλες και τα ξύλινα τραπέζια, είναι ότι πιο φιλικό προς το περιβάλλον, που είδα φέτος στις παραλίες μας. Είναι ακόμη αρκετά νωρίς και οι θαμώνες τους, μάλλον θα κοιμούνται...
Ο Χάρης (αριστερά), προσπαθεί να υπολογίσει πόσο χρόνο θα μας πάρει μέχρι το ακρωτήριο του Γαιδάρου.
Να, και ένας πρωϊνός κολυμβητής αριστερά... και στο βάθος ...ο Γάιδαρος. Έχει λίγο κυματάκι... και αυτό σημαίνει, οτι αφού έχει εδώ μέσα, στον προστατευμένο ορμίσκο, φαντάσου τι θα γίνεται από την απέξω, πίσω μεριά.
Πράγματι, έχει κυματάκι. Καλύτερα να πάμε πάνω από τον λόφο. Λέω την σκέψη μου στον ανιψιό μου. Στραβομουτσουνιάζει. Ονειρευόταν κάτι πιο active και όχι απλώς περπάτημα στην ακροθαλασσιά. Καλά, συγκατανεύω, όσο πάει...Οι ερημικές ομπρέλλες στο λιμανάκι... κάποιος ψαράς που απλώνει τα δίχτυα του... και οι πρωινές αχτίνες που αρχίζουν πλέον να μας ζεσταίνουν...
Εδώ, μέσα στο λιμανάκι, η θάλασσα μοιάζει... λάδι. Από την άλλη πλευρά, ξέρω οτι έχει βράχια. Κάποτε, εκεί προσπάθησα να ψαρέψω με καλάμι...είχα πιάσει ένα μικρό σκορπίδι. Στη σκέψη αυτή, όλος ο ενθουσιασμός πάει περίπατο. Το κύμα θα κάνει γλιστερούς τους βράχους και μέσα από τα θολωμένα νερά, ούτε που θα μπορούμε να δούμε που πατάμε. Ας όψεται όμως, η υπόσχεση που έδωσα στον μικρό. Δεν μένει παρά να κολυμπήσουμε.
Τα μπλουζάκια μπαίνουν στο σακίδιο. Τα κινητά, η κάμερα και τα χρήματά μας σε ειδικές αδιάβροχες θήκες. Η φωτογραφική θα μπεί στο τέλος...,
αφού πρώτα φωτογραφήσω και φυλακίσω αυτό...
και τέλος αυτό... για να τεκμηριώσω και τις περιγραφές του Λ. Σαλβατόρ από τον δεύτερο τόμο του έργου του "ΖΑΝΤΕ" (εκδόσεις Μπάστα)
"Το Ακρωτήριο Γάιδαρος κλείνει μαζί με τον κάβο Γιδάκια ένα είδος εγκόλπωσης με παραλία που έχει λεπτή άμμο, όπου στην αρχή, στα πόδια του Γαιδάρου, βρίσκεται μια ξέρα την οποία ακολουθούν οι γκρεμοί του άκρου, επάνω κόκκινοι κεραμιδί, κάτω κιτρινωποί, στη συνέχεια βλέπουμε ένα τμήμα γκρίζας αργίλου..."
...Και αναρωτιόμουν τόσα χρόνια, γιατί η παραλία εκεί, μου δίνει την εντύπωση του βούρκου. ...φταίνε οι γλίνες που σκεπάστηκαν με φύκια και άμμο.

Η διαδρομή συνεχίζεται με εκπλήξεις, παρακάμψεις και μικροατυχήματα...θα τα πούμε προσεχώς.

18/9/09

Γιαλό - γιαλό... (1ο Μέρος)




Με μία ώρα καθυστέρηση και με απόντα τον Γιώργο, ο Χάρης και εγώ ξεκινήσαμε για την προγραμματισμένη μας από πέρσι, παραθαλάσσια διαδρομή.



Στις 8,30 π.μ. φτάνουμε στην αρχή του Τσιλιβί, λίγο μετά τη βραχονησίδα του Βόιδι (κάποτε λέει υπήρχε μοναστήρι ή παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου εκεί πάνω και κάθε χρόνο, όταν γιόρταζε , γινόταν μεγάλο πανηγύρι και σφαγιάζονταν βόϊδα, εξ΄ου και η ονομασία).
Η θάλασσα λούζεται με τις ασημένιες ακτίνες του πρωινού ήλιου. Βλέποντας όλο αυτό το ασημένιο φως, νοιώθουμε ζάμπλουτοι. Τα μάτια μας, αδηφάγα και άπληστα δεν χορταίνουν να αποθηκεύουν όλο αυτό το ασήμι, όλον αυτό τον πλούτο! Και η ...φωτογραφική μηχανή, επίσης!
Ύστερα από μία ώρα φτάνουμε στις Συκιές, στο λιμανάκι. Συναντήσαμε ελάχιστους κολυμβητές και μερικούς ψαράδες που ξεψάριζαν. Και μια παρέα από... πάπιες!
Ανεβήκαμε το μονοπάτι για την Βαρδιόλα. Παρατηρητήριο από την εποχή της Ενετοκρατίας.
Η είσοδος...
...και γύρω γύρω σκουπίδια, ανθρώπινα περιττώματα...
αδιαφορία, εγκατάλειψη και ούτε μία σήμανση από την Εφορία Βυζαντινών ή Μεταβυζαντινών Χώρων (ή όπως αλλιώς μπορεί να λέγεται η αρμόδια υπηρεσία)


Μετά το λιμανάκι και εκεί που νομίζαμε ότι δεν πάει άλλο...η διαδρομή συνεχίζεται και ο πρώτος κόλπος ενώνεται με τον επόμενο...Μπούκα-Γάιδαρος.







31/8/09

Τσιλιβί - Άμπουλα


Μία εικόνα που σίγουρα δεν την έχουν αντικρίσει πολλοί. Είναι σχηματισμοί που θυμίζουν σταλαγμίτες και βρίσκονται πίσω από την παραλία του Γαϊδάρου. Πρόκειται για την εκδρομή που έκανα με τον ανηψιό μου, τον Χάρη, λίγο πριν φύγει για τα ελληνικά στρατά. Θα αναρτήσω προσεχώς λεπτομέρειες και φωτογραφίες, προς το παρόν συνδέομαι με κάρτα και δεν ξέρω πόσο χρόνο έχω. (η συγκεκριμένη εικόνα πήρε δύο τσιγάρα χρόνο για να αναρτηθεί)

9/7/09

Λούχας Ανάβασις




Αύγουστος!
Κατακαλόκαιρο!
Πριν ένα χρόνο...
Άρμπα, χαράματα, δύο παλληκάρια, τα ανίψια μου, με περίμεναν έξω στην αυλή του πατρικού μου. Ο παππούς τους μόλις τα είδε χάρηκε, γιατί του πέρασε μια ιδέα, οτι τα φώτισε ο Θεός και ήρθαν να τον βοηθήσουν στο τρύγο. Όμως όχι, οι νεαροί λεβέντες είχαν ραντεβού μαζί μου για να πάμε για... καφέ στη Λούχα. Για καφέ από τα άγρια χαράματα; Ναί αν πρόκειται να ανέβεις με το πεζώ δύο, ή αν πρόκειται να κάνεις Trekking ή πεζοπορία από Αγγερικό. Σχεδόν 10 χλμ μόνο ανηφόρα. Να μη μας φάει και η κάψα!


Πήραμε τα σακίδια με τα απαραίτητα (νερό, φρούτα, ψωμί κλπ) και σαν τα φαντάσματα εξαφανιστήκαμε μέσα στην πρωινή πάχνη. Στο δρόμο συναντήσαμε μόνο αλλοδαπά φαντάσματα που περίμεναν κάποιον να τους πάρει για τον τρύγο τση σταφίδας.
Οι πρώτες δειλές αχτίνες του ήλιου ξεδίπλωσαν πλήθος αρωμάτων σπιτικών και τόσο οικείων. Η γλυκόξινη μυρωδιά του ψωμιού που μόλις άρχιζε να φουσκώνει μέσα στον φούρνο που κάηκαν ξύλα. η μυρωδιά της σταφίδας που ξανάσαινε στη δροσία της αυγής τη ζέστα της νύχτας. Μπήκαμε στον Φαγιά. Εδώ το πρόγραμμα Leader του 3ου κοινοτικού πλαίσιου στήριξης, ...καλά κρατεί...Ξενώνες, Μουσείο, Μεζεδοπωλείο, Παραδοσιακές στολές, όλα με χρηματοδότηση από την ευρωπαίκή κοινότητα. Σοκαριστήκαμε όταν μετά από τις απέλπιδες προσπάθειές μας να βρούμε περίπτερο για κάνα παγωτό και τσιγάρα πληροφορηθήκαμε οτι το πλησιέστερο ήταν στο ...γειτονικό χωριό, στο Δράκα. Αχ, τι καφέ παγωμένο, παγωμένο θα πιώ χωρίς τσιγάρα;

Ας ελπίσω να είμαι τυχερή και να βρώ στη Λούχα. Στην Αγία Μαρίνα γίνονταν επισκευές και έτσι δεν μπόρεσα να πλησιάσω και να δω τον αρχαίο κίονα από ναό της Αρτεμούλας που βρισκόταν εκεί. Ξαποστάσαμε πάνω από ένα ρέμα και με το μάτι το ακολουθήσαμε μέχρι που το χάσαμε μέσα στον λόγγο. ¨οσες φορές έτυχε να περάσουμε από την Αγία Μαρίνα με το αυτοκίνητο ποτέ δεν είχα προσέξει την καταπληκτική θέα που απλώνεται κάτω από τον Φαγιά προς την Ανατολή και βόρεια. Ο λαμπρός ήλιος πάνω από την θάλασσα. Τσιλιβί, Αλυκές, Κεφαλονιά. Έχει αρχίσει κιόλας η κάψα. Η ανηφόρα έχει όλο και μεγαλύτερη κλίση. Αρχίζουν τα δύσκολα. Το μακρύ τζην μου παντελόνι, βολικό για την πρωϊνή πάχνη αποδυκνύεται η χειρότερη επιλογή μου. Κολάει πάνω μου, στα ιδρωμένα πόδια μου και κάθε βήμα είναι σαν να σέρνω αλυσίδες και σιδερένια μπάλα μαζί.
Έχουμε κάνει μόνο τη μισή διαδρομή, πως θα τα βγάλω πέρα; Αδύνατον. Όμως βρέθηκε λύση. Στο σάκο του μεγαλύτερου αγοριού υπήρχε ξεχασμένο ένα παλιό μαγιό-βερμούδα. Σιγά μη με ένοιαζε να φορέσω αντρικό παντελόνι και σιγά μη με ένοιαζε να αλλάξω ρούχα στη μέση του δρόμου, κάπου εκεί στο πουθενά, στην ερημιά του βουνού. Εγώ καιγόμουνα, σαν να φόραγα ρούχο βουτηγμένο στο αίμα του Κένταυρου Νέσσου. και γυμνή θα συνέχιζα αν χρειαζόταν. Έβγαλα με ανυπομονησία τα σπορτέξ και προσπαθούσα να ξεκολλήσω από πάνω μου το τζην. Τα αγόρια είχαν πάει λίγο πιο πέρα και από διακριτικότητα μου είχαν γυρίσει τις πλάτες τους. ''Τι είναι αυτό; Κάτι έρχεται'' άκουσα τον ένα τους να λέει. Δεν πρόλαβα να ξανασηκώσω το παντελόνι, ένα αυτοκίνητο πέρασε με ταχύτητα ντόπιου. Βάλαμε τα γέλια όταν σκεφτήκαμε τι μπορεί να πέρασε από το μυαλό του επιβάτη του στην περίπτωση που μας είδε. Ουφ! Τελικά τα κατάφερα και ντύθηκα. Τι ξαλάφρωμα, τι ανακούφιση! Πλησιάζαμε στο Γύρι.

Κατασκοπεύαμε μέσα από τα δέντρα κάποια φυτεία σε μια στενόμακρη κοιλάδα. Να είναι αμπέλι ή τίποτα άλλο; Υποθέσεις. Κάναμε ζούμ με την κάμερα πάνω σε ακατοίκητα σπιτάκια. Θερινές κατοικίες αλλοτινών εποχών, προφανώς.
Διάλειμμα μισής ώρας για νερό, ψωμί, φρούτα, για το τελευταίο μου τσιγάρο και μια ματιά στο χάρτη κάτω από τον βαθύ ίσκιο μιας γέρικης ελιάς. Με λιγότερο πλέον βάρος στη πλάτη, συνεχίσαμε το δρόμο μας. Η παρέα εχτός από εμένα είχε και άλλον έξυπνο. Ο μικρός ανιψιός μου ανέβαινε το βουνό με τις σαγιονάρες (ναι, η εξυπνάδα είναι οικογενειακή μας υπόθεση), τα πόδια του είχαν ανάψει και γλιστρούσαν. Πέταξε τις σαγιονάρες και συνέχισε ξυπόλυτος για τα υπόλοιπα 2.5 χλμ. Οι πατούσες του είχαν γίνει ένα μαύρο πετσί. (Μυστικό και μη το πείτε πουθενά: επειδή και η φανέλα του είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα, την έβγαλε και κάλυψε τα υπόλοιπα δύο χλμ πισωπατώντας για να μη μαυρίσει από τον ήλιο μόνο στη πλάτη αλλά και από μπροστά!). Συναντήσαμε μία διχάλα και οι δύο δρόμοι κατέληγαν στη Λούχα. Ο ένας περνούσε από το Γύρι. Τελικά διαλέξαμε τον πιο σύντομο.


Συναντήσαμε κάνα δυό απομονωμένα σπίτια στο έμπα του χωριού και μετά από μια μικρή στροφή, είχαμε όλο το χωριό μπροστά μας, σε μια στενόμακρη κοιλάδα ανάμεσα σε δύο αντικριστούς λόφους. Το αναψυκτήριο που θα πίναμε τον καφέ μας ήταν στον απέναντι από το χωριό λόφο. Ρώτησα για Τσιγάρα. Βεβαίως και υπήρχε μαγαζί με τσιγάρα και διάφορα τουριστικά είδη. Έπρεπε να αφήσουμε τον κεντρικό δρόμο και να μπούμε στα καντούνια/καλντερίμια του χωριού. Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να υπάρχει τέτοια χωροταξική δόμηση στη Ζάκυνθο! Καμμία σχέση με το άπλωμα και σκόρπισμα των καμπίσιων χωριών μας. Εδώ, εμοιαζαν όλα (και ήταν) τόσο γραφικά! Τα στενά δρομάκια, τα χρώματα στα δίπατα σπίτια, τα πλεχτά με βελονάκι ή κοφτά κουρτινάκια στις γκλάστρες (τζάμια). Ακόμη και τα ερείπια στέκονταν περήφανα υπογραμμίζοντας τα περασμένα κλέη τους. Εκεί νιώσαμε πραγματικά σαν να ήμασταν τουρίστες σε άλλο τόπο. Τα ανίψια μου με τα κινητά τους τράβηξαν καταπληκτικές φωτογραφίες, εγώ με την κάμερα ( μα τι στο καλό, γιατί τρέμει η εικόνα; Πάρκινσον έχω;) χάαααλια! Πιθανόν τις επόμενες μέρες να προσθέσω μερικές από τις φωτογραφίες τους. Σε δημόσια πινακίδα διαβάσαμε ότι έχει ξεκινήσει πρόγραμμα ανάδειξης παλιών περιπατητικών μονοπατιών Λούχας-Γύρι (αν το θυμάμαι και καλά).
Με τα τσιγάρα ανά χείρας βγήκαμε ξανά στον κεντρικό δρόμο και ανεβήκαμε τα λίγα σκαλιά που μας χώριζαν από τον φραπέ μου. Μέσα σε έναν ελαιώνα στην πλαγιά του λόφου και σε επίπεδα επίπεδα, πάνω από το δρόμο και με θέα στο χωριό, στη κοιλάδα και στην απέναντι πλαγιά, διακοσμημένο με φυσικά υλικά από τη γύρω περιοχή, από βράχο του βουνού και από ξύλο της ελιάς, λειτουργεί μικρό αναψυκτήριο - σνακ μπαρ. Εδώ έτυχε να συναντήσω και ένα φίλο που είχα πολλά χρόνια να δω. Τον παπα Γιώργο του ''Αέρα'' (δεν ήξερα οτι είχε γίνει παπάς, αλλά και πάντα του αέρας ζωηρός ήτανε στη προηγούμενη δουλειά του) Τον φραπέ και τα παγωμένα αναψυκτικά τα απoλαύσαμε μέχρι τελευταίας σταγόνας, γιατί χύσαμε ποτάμια ιδρώτα μέχρι να φτάσουμε εδώ πάνω. Και η ώρα ήταν μόνο έντεκα το πρωί. Η εμπειρία όμως άξιζε κάθε ρανίδα που αναλώσαμε, γι αυτό λέμε φέτος να το ξανακάνουμε, όχι απαραίτητα σε βουνό αλλά ίσως και παρα θιν αλός Τσιλιβί-Αλυκές απεζή.

Όποιος πιστός...e-mail post.
Καλού, κακού έχω ήδη αγοράσει αδιάβροχη θήκη κινητού (ε, κάποιον πρέπει να ειδοποιήσουμε να έρθει να μας μαζέψει)!

6/7/09

Σαν σήμερα....


Σαν σήμερα, πριν έξι χρόνια, μια καρδιά εντελώς ξαφνικά σταμάτησε να χτυπά και την ίδια στιγμή, μια άλλη μικρούλα και πρωτόγονη ακόμη, μόλις που ξεκίναγε τους πρώτους της παλμούς.
Πόνος και χαρά χέρι, χέρι. Το καθένα προσπαθούσε να σφετεριστεί τη θέση του άλλου σε μια ανελέητη μάχη. Και τα δύο έκλεψαν από ένα κομμάτι που ανήκε στο άλλο. Ανακατώθηκαν. Ούτε πόνος-πόνος, ούτε χαρά- χαρά. Μόνο εκ των υστέρων. Εκ των υστέρων πήρε το καθένα, το κομμάτι που του ανήκε.... Το ολοκληρωτικό πένθος και η απόλυτη χαρά...Η μάνα μου και ο γιος μου....

''Παναγιώτη, βλέπεις εκείνο το αστεράκι ψηλά στον ουρανό, που είναι το πιο λαμπερό από όλα; Εκεί είναι η γιαγιά...!''

22/6/09

Γενοβέφα....Παραμύθι σε...κάδρο



Η κάμερα των γονιών μας, ήταν το ιερό άδυτο. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσουμε τη νύχτα και να πάμε εκεί. Φωνάζαμε και η μάνα μας έσπευδε να μας ηρεμήσει.
Όχι,ποτέ δεν θυμάμαι να μας πήρε στο κρεβάτι της. (Το υπογραμίζω γιατί τα δικά μου το έχουν παραξηλώσει. Κάθε βράδυ απλώνονται στο κρεβάτι μας και μεις βολευόμαστε ο ένας στο παιδικό και ο άλλος στον καναπέ.) Οι μόνες φορές που απολαμβάναμε την άπλα του διπλού κρεβατιού ήταν όταν ήμασταν άρρωστα και αυτό μόνο τη μέρα, γιατί το βράδυ ...κάθε κατεργάρης στο πάγκο του. Το δωμάτιο της μαμάς είχε παράθυρο που ''έβλεπε'' προς όλη τη γειτονιά και τον κεντρικό δρόμο. Από κει μπορούσαμε να χαζεύουμε τα άλλα παιδιά που παίζανε στ αλώνια. Το σπουδαιότερο όμως που αιχμαλώτιζε το ενδιαφέρον μας και το βλέμμα μας ήταν μια εικόνα σε κορνίζα. Μια εικόνα- γκραβούρα με τη Γενοβέφα. Θες το έντονο μπλε της μπλούζας της (τότενες δεν είχαμε την ευκαιρία να δούμε και πολλές χρωματιστές εικόνες, ...με το στανιό υπήρχε και καμία ασπρόμαυρη στα έντυπα της εποχής, ...θεέ μου πόσα χρόνια πίσω;), θες το παιδί που βύζαινε κατευθείαν από το βυζί τση ελαφίνας, θες η ελαφίνα η ίδια που φαινόταν μερωμένη, θες η ίδια η ιστορία της Γενοβέφας που η μαμά μας τη σερβίριζε κατά το συνήθειο τσης, σαν παραμύθι για παιδικά αυτάκια, εμείς σα μαγεμένα την χαζεύαμε. Μπαίναμε μέσα στο πυκνό δάσος και αφουγραζόμασταν τα άγρια θηρία που περιτριγύριζαν τη σπηλιά. Γευόμασταν το γάλα τση ελαφίνας, καθώς με βουλιμία;;;!!!!!, ....καταπίναμε την κρέμα μας, ή ...το σιρόπι με γεύση πικραμύγδαλο! Την τελευταία φορά που ήμουν στο πατρικό μου, στα πλαίσια των ανασκαφών μου στο σκονισμένο και αραχνιασμένο πατάρι τση αποθήκης, βρήκα τη Γενοβέφα των παιδικών μας χρόνων. Συγκίνηση; Απορία; (Πως την είχαμε ξεχάσει;) Σοκ; Ναι, σοκ, γιατί όσο και αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να θυμηθώ τις λεπτομέρειες του παραμυθιού, παρά μόνο αμυδρά το γενικό μοτίβο. Αναγκαστικά έψαξα στο Ιντερνετ για τις λεπτομέρειες. Βρήκα πολύ λίγες αναφορές και αυτές σε περίληψη. Έψαξα και στις εικόνες για πληροφορίες σχετικά με τον καλλιτέχνη. Βρήκα για διάφορες γκραβούρες σχετικά με την Γενοβέφα, η συγκεκριμμένη όμως, δεν υπήρχε πουθενά. Ούτε στα ελληνικά ούτε στα ξενόγλωσσα.
Αν ποτέ θυμηθώ τις λεπτομέρειες θα επανέλθω, ωστόσο μπορείτε να ρίξετε μια ματιά εδώ και θα μειδιάσετε. Είμαι σίγουρη.

21/6/09

Στη σκιά τση περγουλιάς.


Εδώ και μέρες προσπαθώ να πετύχω τον πατέρα μου στο τηλέφωνο, αλλά εις μάτην. Προσπαθώ να σκεφτώ διάφορα σενάρια και ακολουθώ νοερώς τις κινήσεις του: Πρωί στα χτήματα. Μπα! Ιούνης, Θεριστής, κολοκυθόμηνας, δεν έχει δουλειές. Μπάνιο στη θάλασσα. Πρωί, πρωί πηγαίνει, μα από τον Ιούνη; Μπα θά 'χει δουλειές στη χώρα. Μεσημέρι, κοιμάται! Από τις 1.00 είναι στη καλύβα και κοιμάται. Ας τηλεφωνήσω απόγευμα. Τηλεφωνώ ανά μία ώρα. Τίποτα! Μα που στο καλό είναι; Τηλεφωνώ στον αδελφό μου. Κανείς! Στη γειτόνισσα, στην άλλη γειτόνισσα, τίποτα. Καμία δεν είναι στο έρμο τσης. Να πάρω τη θεία μου; Μωρέ ή θα είναι στις κότες ή θα κάνει διακόσια χρόνια να σηκώσει το τηλέφωνο. Να μη πολυλογώ, καλώ τη θεία μου. ''Ωρή κυρά μου, τι κάνεις;'' όλο ενθουσιασμό η προεστή. ''Θεία, ο μπαμπάς μου που...βόσκει;'' προσπάθησα να διασκεδάσω την ανησυχία μου. ''Εδώ είναι μάτια μου, τονε θες; να του μιλήσω;'' ''Να τον έψαχνα στο σπίτι, στον αδερφό μου, δεν μπόρεια να τον έβρω'' άρχισα, για να πω τις ανησυχίες μου, μια και η θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, σαν δεύτερη μάνα μας είναι. ''Ου, καϋμένη, και σιγά μην έβρεις κανένανε μέσα, με τέτοια κάψα βραμέντε. Ούλοι εδώ είναι ψυχή μου, στη περγουλιά που κάνει κομάτι φρέσκο. Σε ένα μουμέντο θα τσου βγάλω για φίλεμα κάτι σύκα ούλο δροσία. Μα πως το λησμόνησα; Κάθε καλοκαίρι η αυλή της θείας μου, γίνεται το κοινόβιο τση γειτονιάς. Μαζεύονται όλοι εκεί, για τη δροσία τσης και για τη στρατηγική τσης θέση, όπου μπορεί κανείς να ελέγχει ούλες τσι μπασίες και το κεντρικό δρόμο. Πάνω από πενήντα χρόνια η περγουλιά είναι το δροσερό καταφύγιο από τον κάματο του καλοκαιριού. Κάτω από τον ίσκιο της έχουν πλεχτεί εκατοντάδες μέτρα μέρλων, που στόλισαν τσι προίκες των κοπελώνε. Έχουν σχολιαστεί, για καλό ή κακό όλοι όσοι έτυχε να περνάνε από τον κεντρικό δρόμο (ούλο το χωρίο δηλαδή). Κάτω από τον ίσκιο της περγουλιάς έχουν ειπωθεί όλες οι παλιές ιστορίες των παλαιώνε για τη φαμελιά μας.

Πάντα, στη πιο καίρια θέση, καθόταν η γεροντότερη. Αυτή έβλεπε και επέβλεπε. Αυτή έδινε αφορμή για το αντικείμενο/υποκείμενο σχολιασμού: ''χμ, ο Μίμουλας περνάει, πάει στο καφενείο, ε και ο Μούμας από πίσω. Προχθές το άλογό του, λύθηκε και έτρεχε στα λιόφτα μας'' Αυτή είχε τον πρώτο λόγο για κάλεσμα ή για φίλεμα: ''Έλα, κουμπάρε, κόπιασε να σε φιλέψουμε κομάτι πλεζονιά! Λούλα, βγάλε μία καθίκλα για το κουμπάρο. '' Και προς εμάς τα παιδιά ''Μέσα στο πηγάδι κρέμεται ένα μαλαθούνι με μία πλεζονιά, τραβήχτε το σχοινί αγάλια αγάλια από το φιλιατρό και φέρτε μου το καρπούζι, και από κόντω, βγάλτε μου και ένα σιγλαράκι νερό να δροσίσω το κεφάλι μου''

Σε αυτή τη περγουλιά, πριν τριάντα χρόνια, η ίδια η νόνα που διαφέντευε στο θερινό κοινόβιο, έφαγε ξύλο από το νόνο μας ''τον γέρο'' όπως τον αποκαλούσε.
Ήταν Αύγουστος και είχε έρθει από Αθήνα και η άλλη γιαγιά, που παρότι ζακυνθινιά και χήρα δεν φόραγε πια τα ολόμαυρα, όπως οι άλλες γρίες του χωριού και φυσικά ούτε μαντήλι, ούτε κάλτσες. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη! Η νόνα με μία βεντουλέττα μάταια προσπαθούσε να δροσιστεί. ''Ουφ, συμπεθέρα μου τι κάψα είναι τούτη; Δεν υποφέρεται!'' με απόγνωση προς την ''Αθηναία'' γιαγιά. ''Μα και συ καϋμένη μου τι φορείς; Κάλτσες! Μαντήλι! Βγάλτα, να δροσιστείς συφορέλια σου!'' Είχε κάποιους δισταγμούς η νόνα, αλλά ήταν και τόση η κάψα που τελικά πήγε και έβγαλε κάλτσες , μπόλια,βελέσι και έμεινε μόνο με τη δροσερή τσης ρόμπα.
Και εκεί που σιγά σιγά άρχιζε να νοιώθει άνθρωπος, έρχεται ο ''γέρος'' κούτσα κούτσα με τη λαγούτσα (ήταν 92 χρονών και οι νόνες 80). Με το που βλέπει τη γδύμνια τση νόνας, άφρισε. 'Αρχισε να ανασηκώνει τη βράκα του, να δένει και να ξεδένει το ζωνάρι του ''Ορή παλιόγρια, εμουρλάθηκες και πας να πουτανέψεις στα γεράματα; τί εγδύθηκες; Πήγαινε να βάλεις τα σκαρτσούνια ογλήγορα'' αγρίεψε ''Γιατί ορέ γέρο, με λες μουρλή και πουτάνα; Μοναχά εγώ δεν φορώ σκαρτσούνια; Με τέτοια κάψα, ούλες τα 'χουνε βγαλμένα, να και η συμπεθέρα'' προσπάθησε να πάρει το πάνω χέρι η νόνα. Με την αντιλογία τσης, ήδη ο νόνος είχε σηκώσει τη λαγούτσα του και την κατεύθυνε προς τα γδυμνά τσης πόδια. '' Επειδή η συμπεθέρα είναι μουρλή και πέταξε τα μαύρα και το μαντήλι τσης πάει να πεί ότι πρέπει να κάμεις και συ τα ίδια; Μποδάτε τι έχεις να κάμεις άμα πεθάνω''
Η γιαγιά από την Αθήνα έσπευσε να συνοδέψει τη νόνα μου μέσα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα ψεύτικα δόντια της: ''Χορό, συμπέθερε, χορό θε να κάμει!''....

14/6/09

Σαβατοκύριακο Φιέστας

Αφού σουλουπώθηκα και σεσταρήστικα και ανυψώθηκε λιγουλάκι το ηθικό, φόρεσα την εορταστική μου διάθεση και παρέστην στην γιορτή του Συλλόγου Γονέων. Η γιορτή τελείωσε, η εορταστική διάθεση παρέμεινε και για να μη πάει χαράμι θα πάω μέχρι την Κική για να παραλάβω το βραβείο Φαντασίας που μου έχει φυλαγμένο εδώ .




Όταν πριν μερικές μέρες διάβασα στης Κικής ότι μου απονέμει βραβείο φαντασίας, δεν πίστευα στα μάτια μου, εξεπλάγην και αμήχανη προσπάθησα να κρυφτώ πίσω από κάποια πλάτη, όπως την ώρα της πρωινής προσευχής όταν ήμουν μαθήτρια. Μη διαθέσιμης πλάτης, κρύφτηκα πίσω από τη βλάβη του πληκτρολογίου, που τελικά οφειλόταν στο ποντίκι. Αυτό το βραβείο, θεωρώ οτι δεν μου αξίζει, γιατί είμαι πάαααρα πολύ καινούρια και γκάβακας στη blogόσφαιρα, υπάρχουν τόσοι, τόσοι πολλοί, γνωστοί σου Κική μου που το αξίζουν...και σίγουρα όχι εγώ, με αναρτήσεις λιγότερες των είκοσι.
Ωστόσο, σκέφτομαι οτι είσαι γενναιόδωρη...και ποιος μπορεί να αρνηθεί την από καρδιάς γενναιοδωρία;
Με χαρά λοιπόν παραλαμβάνω το βραβείο και ακολουθώ το τυπικό της τελετής, στο πρώτο μέρος πρέπει να αναφέρω πέντε λόγους για τους οποίους γράφω και στο δεύτερο και πιο ενδιαφέρον να παραδώσω το βραβείο (σαν σε σκυταλοδρομία) σε άλλους πέντε Blogger.

Λοιπόν γράφω επειδή: 1) στα δύσκολα η Ζάκυνθος, η πατρίδα μου, είναι το καταφύγιό μου
2) δεν είναι πάντα εφικτό το πραγματικό ταξίδι μέχρι το νησί
3) το ιστολόγιο είναι εικονική απόδραση, τοπική και χρονική και τη μοιράζομαι και με άλλους
4) επειδή έχω τον ήλιο και την ηλιαχτίδα παιδιά μου και κάποτε ίσως με συναντήσουν εδώ.
5) επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία (αναφέρομαι στη δύναμη που λέει η Κική ότι κρύβω μέσα μου)

Και τώρα η απονομή ευχάριστη αλλά και δύσκολη διαδικασία:
-Στον π. Λυκογιάννη, για το ''zantional geographic'' του.

-Στην Ντάνα, αλλά επειδή το δοχείο νυκτός έχει ήδη γίνει χρυσό, παίρνει το βραβείο και για το σεντούκι με της μνήμες που κρατά κλεισμένο και που και που ανοίγει για χάρη μας.

-Στην Mareld, τη θαλασσένια μου, για το πάντρεμα του Ιπποκράτη με τις Μούσες ( το ξέρω Ντάνα μου, οτι με πρόλαβες, αλλά με τόσα τραταρίσματα που μας φιλεύει από κάθε της σπίτι, νομίζω ότι το βραβείο το δικαιούται και δις και τρις, θα έλεγα...)

-Στην Ναϊάδα , για τα παραμύθια της, εδώ η φαντασία καλπάζει...

- Στην Μαριλένα, για τον σουρεαλισμό της και με την ελπίδα οτι θα παραλάβει τη σκυτάλη και θα παραδώσει το βραβείο στους υπόλοιπους της παρέας...

- Αν αντί για τους πέντε αποδέκτες, έπρεπε να διαλέξω μόνο έναν, θα διάλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη τη Μαρία, για την αντοχή και το τσαμπουκά της. Και μη σας κακοφανεί φίλοι μου, αλλά ''το αφρικανάκι της ζωής μου'' ήταν το πρώτο post που διάβασα, συγκινήθηκα, έγινα φανατική αναγνώστριά της και στο Ιστολόγιό της πρωτάρχισα να σχολιάζω, με αποτέλεσμα να την μιμηθώ και να αναρτήσω τον ήλιο. Στη Μαρία δίνω το GOLD ΒΡΑΒΕΙΟ

-και τέλος χωρίς να αναφέρω ονόματα, σε όλους εκείνους τους γονείς, γνωστούς και αγνώστους, που έχουν ή δεν έχουν Blog, με πολύ πολύ περισσότερη δύναμη από εμένα.

εδωσα παραπάνω από πέντε, αλλά τι σημασία έχει;


Μερικοί από τους φίλους ετοιμάζονται για διακοπές, άλλοι διαβάζουν για το πτυχίο, άλλοι είναι απασχολημένοι κλπ. Το βραβείο σας φίλοι μου, θα είναι φυλαγμένο εδώ και θα σας περιμένει. Όποτε μπορέσετε, περάστε να το παραλάβετε. Καλή επιτυχία σε ότι και αν κάνετε!
Κική σε ευχαριστώ για την γενναιοδωρία σου!
.......
Υπόκλιση.
Χειροκρότημα
Αυλαία.
(Παρότι το χειροκρότημα συνεχίζεται, καλύτερα να μη ξανασηκωθεί η αυλαία, αλλά να χαμηλώσουν τα φώτα παρακαλώ. Α, το χειροκρότημα επιμένει και δυναμώνει. Καλά, σηκώστε την αυλαία για μια σύντομη υπόκλιση, αλλά κρατήστε χαμηλά τα φώτα για να μη φανούν οι ερυθριώσες παρειές μου...)
.........

Μαμαααά, ξύπναααα....

4/6/09

O, tempora, o mores!!! Μουρλάθηκαν οι νόνες!

     Τις τελευταίες μέρες είμαι σε μια υπερένταση, μία τσίνια. Άσε που με το τίποτα γίνομαι μπουρλότο. Μου λείπουν διακοπές και σαν το άλογο που οσμίζεται τον σταύλο του, άρχισα τον τριποδισμό; (μισοκλεμμένο από τον Ροϊδη) Είναι ανάδρομος κάποιος πλανήτης; Δεν ξέρω. Πάντως όλα και όλοι μου φταίνε και πρώτα από όλους εγώ η ίδια. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και αρχίζω τον εσωτερικό μονόλογο: ''Εμ βέβαια, αυτή μου φταίει. Μα φάτσα είναι αυτή; Μαλλί είναι αυτό; Τις προάλλες, η άλλη με πέρασε για μάνα της αδελφής μου και ας έχουμε μόνο, ένα χρόνο διαφορά. Αλλά δεν είχε άδικο,με τα μαλλιά μονίμως τραβηγμένα πίσω χαμηλά, σε κοτσίδι, πάλι καλά που δεν με είπε και γιαγιά της.Όχι, όχι, άδικο δεν είχε. Πρέπει να με φροντίσω λίγο, να με περιποιηθώ, να ανανεωθώ. Θα αλλάξει και η διάθεσή μου, βρε αδερφέ!'' Έτσι λοιπόν και αμ έπος, αμ έργον, πάω στο κομμωτήριο για να ανανεώσω το look και τη διάθεση. Αν μη τι άλλο θα χαλάρωνα, καθότι το μαγαζί διαθέτει πολυθρόνα μασσάζ για όση ώρα είσαι στον λουτήρα συν το θεϊκό μασσάζ στο τριχωτό της κεφαλής από τα χεράκια της βοηθού.
''Πως να τα κόψουμε'' η κομμώτρια
''Κοντό ντεγκραντέ καρέ με μίτες μπροστά''  ευθαρσώς εγώ. Με καθίζει κάτω και αρχίζει τη κουρά του προβάτου. Βλέπω τις ξανθές, μεταξένιες μπούκλες μου, να πέφτουν κάτω. (Εντάξει Βάσω και κορίτσια, μη γελάτε)...Ε, χμ, τα κατσιδόμαλλά μου ήθελα να πω. Κάποιο αιώνα μετά ( και αυτό είναι αλήθεια, γιατί έχω πολύ πυκνό μαλλί), μου δίνει τον μικρό καθρέφτη για να θαυμάσω την τέχνη της στο πίσω μέρος της κεφαλής μου.  Κάνω λοιπόν στροφή 180 μοιρών, αλλά το μάτι μου σκαλώνει στην πλάτη της κυρίας που τώρα έχω μπροστά μου. Για κλάσματα δευτερολέπτου μπερδεύτηκα και νόμισα ότι κοιτάζω το πίσω μου. Όμως όχι, επρόκειτο για μια άλλη κυρία που είχε το ίδιο μελί χρώμα με το δικό μου και από σύμπτωση το ίδιο κούρεμα. Άρα είμαι in, διάλεξα μοντέρνα κουπ, σκέφτηκα.
Έδωσα τα εύσημα στην κομμώτρια για την τέχνη της και κατευθύνθηκα προς το ταμείο δίνοντας μία κλεφτή ματιά στη σικ  κυρία που είχε το ίδιο λεπτό γούστο με μένα. Και τι βλέπω με τα όμορφα ματάκια μου; ...Βλέπω μια κυρία με τζην, μακώ μπλουζάκι και με εμφανώς  ξένη οδοντοστοιχία, ετών ...75 σίγουρα (η κυρία, όχι η οδοντοστοιχία). Φτου να πάρει! Μικρές, μεγάλες, ένα κούρεμα. Φασόν! Εγώ θυσίασα το γεροντοκορίστικο κοτσιδάκι μου, για να κάνω ένα όμοιο κούρεμα με την γιαγιά; Γιατί στο καλό, βαλθήκανε οι γιαγιάδες να γεφυρώσουνε το χάσμα των γενεών και κρεμάσανε στην αρμαράδα τσι βέστες και τα βελέσια τους; Γιατί δεν φοράνε πιά, ποδίες και μπελερίνες; Γιατί βάφουν τα μαλλιά τους και κόψανε τον κότσο; Που είναι το μαντήλι-μπόλια που σκέπαζε το χιονισμένο τους κεφάλι;

Δεν με πειράζει που με το νέο μου look πάλι με νόνα θα μοιάζω, η στην καλύτερη περίπτωση με μάνα της αδελφής μου, αλλά η νόννα μου, οι νόννες μου...ήταν τόσο γλυκές με την πλεξίδα που έφτιαχναν και την στριφογύριζαν σε σαλίγκαρο στην κορυφή του χιονισμένου τους κεφαλιού, τόσο αρχοντική η μία με την άσπρη μαντίλα στους ώμους ή στο κεφάλι και έμοιαζε τόσο σοφή με τα γυαλιά η άλλη! Αμ οι ρόμπες τους, με τις μεγάλες τσέπες, και τι δεν είχαν μέσα! Τον παράδεισο με όλα τα φιλέματα μέσα!

 Αλλά τι γλυκές που είναι οι γιαγιάδες για κάθε εγγόνι, ακόμη και αν φοράνε τζην, μακό μπλουζάκι και έχουν μελί μαλλιά. Τι και αν τα έχουν κόψει καρέ ντεγκραντέ; Πάντα γλυκιά θα είναι η θύμιση τση νόννας!.

Συνεχίζεται στην επόμενη ανάρτυση που θα γράψω για ποιο λόγο, ο γέρος πήρε τη λαγούτσα και έδειρε τη νόννα μας. 

30/5/09

Προσοχήήήήή Αθά νααα ατοοοοοοος!

     Κάποιο καλοκαίρι  της προεφηβικής μας ηλικίας, ο πατέρας μου μας είχε αγοράσει ένα ποδήλατο, κοινοκτημοσύνη με την αδελφή μου. Ήταν ένα ολοκαίνουριο, μεγάλο πορτοκαλί ποδήλατο, γυναικείο, σε αντίθεση με τον παλιό αντρικό καρνάβαλο, με το σίδερο στη μέση που μας καταμελάνιαζε κάθε φορά που κάνοντας ορθοπεταλιά, μας γλιστρούσαν τα πετάλια.
 Θυμάμαι την έκπληξή μας όταν είδαμε κατά το γιόμα, τους γονείς μας να επιστρέφουν στο σπίτι από τη Χώρα με ταξί και μάλιστα με μια πορτοκαλί ρόδα ποδηλάτου να μισοκρέμεται έξω από το πορτ μπακάζ. Η μάνα μας  έστρεφε το κεφάλι μια από δω μια από κει, σκύβοντας  και προσπαθώντας να κρύψει τα χαμόγελά της.
 Ήταν έκπληξη και μάλιστα πονηρά προσχεδιασμένη. Πλησίαζε ο τρύγος και έπρεπε κάποια από μας να πηγαίνει το πρωί να βοηθήσει στο χρίσιμο των αλωνιών. Το καινούριο ποδήλατο ήταν ένα ισχυρό δέλεαρ για να σηκωθούμε αχάραγο από τα κρεβάτια μας.

Μετά από ένα μήνα και αφού ο τρύγος είχε τελειώσει ήδη και ήμασταν στα σηκώματα, το ποδήλατο δεν ήταν πια το ίδιο καινούριο, γιατί είχαμε φάει και κάποιες σκασίες, οπότε και μεις δεν το είχαμε πλέον σαν το καινούριο κοσκινάκι. Το δίναμε μάλιστα και στις γειτόνισσες για καμιά βολτίτσα. Ήταν σούρπα και παίζαμε εκεί στη γειτονιά, όταν η σάλπιγγα άρχισε να βαράει:
''Γιάαααα ναααααα'' η νόνα μας.
''Νναιαιαιαι'' εγώ
''Ο πατέρας σου εμήνυσε να πάει μία από σας με το ποδήλατο ( το υποτιθέμενο δέλεαρ) στου Λούντζη, να ποτίσει τη φοράδα''
''Εγώ πήγα το πρωί, να πάει η Βάσω''
''Α, εγώ δεν πάω, η φοράδα δεν με χωνεύει, σκιάζουμαι.'' η αδελφή μου
''Πάμε όλοι μαζί'' η γειτονοπούλα μας, και φυσικά η ιδέα της μας άρεσε.
 Πάνω στο ποδήλατο βάλαμε  τα μικρότερα αδέρφια μας για να μη κουράζονται. Όμως ήταν πολύ άβολο για μας να προσπαθούμε να κρατήσουμε σε ισορροπία ένα ποδήλατο με δύο μικρουλάκια: το ένα  επάνω στη σέλα  και πάνω στη σχάρα το άλλο. Είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε και να τσακωνόμαστε για το ποιά θα ανέβει στο ποδήλατο, έστω πάνω στα πετάλια αφού τώρα ξεκίναγε και η κατηφόρα.
Τότε σκέφθηκα οτι θα μπορούσαμε να ανέβουμε όλες μαζί. Αρκεί να κάναμε μία αναδιάταξη.
 Η αδελφή μου στη σχάρα, επειδή έφταναν τα πόδια της στο έδαφος και θα μπορούσε να κρατάει έτσι σταθερό το ποδήλατο, μέχρι εγώ να τακτοποιήσω τους άλλους επιβάτες. Ο μικρός μας αδερφός που ήταν και τσάκαλος σε μαγκιές πάνω στο τιμόνι, η μικρή γειτονοπούλα που ήταν η πιο φινίδα πάνω στο πισινό φτερό, η μεγαλύτερη  αδελφή της, που είχε καλή ισορροπία πάνω στη σέλα και εγώ η πιο μεγάλη και πιο δυνατή όρθια πάνω στα ...πετάλια κρατώντας και το τιμόνι ντρίτα.

Τακτοποιηθήκαμε όλοι και αφεθήκαμε στη κατηφόρα με τρελό γέλιο. Το τέλος της κατηφόρας τελείωνε με απότομη στροφή. Το ξέραμε και γελούσαμε προκαταβολικά για την θεαματική τούμπα που θα κάναμε. 
Οταν ξαφνικά κάποια από τις άλλες άρχισε να φωνάζει: Προσοχήήήήή Αθά νααα τοοοοος, εγώ πρόλαβα να ακούσω μόνο το Θάνατος και να πεθαίνω από το πόνο που μου έκανε το σουβλερό φαρμακερό του αγκάθι, που είχε μπει ήδη στο μηρό μου.






25/5/09

Κρέμα Άνθος Αραβοσίτου. ...Μόνο κλαίγοντας!



Βασούλα, άμα ευκαιρίσεις, κάμε μου τη χάρη και κόπιασε κατά δω, σε χρειάζομαι και...για να σε συγκινήσω σου αφιερώνω το παρακάτω ποίημα του Σολωμού ''Ο θάνατος της ορφανής'' που η μαμά μας έλεγε σαν παραμύθι για να φάμε την κρέμα μας. ...Εκείνη με τους σβώλους! Μόνο κλαίγοντας κατέβαινε ο ...σβώλος κάτω.
''Πές μου, θυμᾶσαι, ἀγάπη μου, ἐκείνη τὴν παιδούλα,
Ὁποὖχε στὰ ξανθὰ μαλλιὰ νεοθέριστη μυρτούλα;
Ὁποὖχε σὰν παρθενικὸ τραντάφυλλο τὸ στόμα,
Ποὖχε τὰ μάτια γαλανὰ σὰν τ᾿ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα;
Ποὺ πρὸς τὸ βράδυ πάντοτε μονάχη ἐπερπατοῦσε,
Κι᾿ εἶχε κοντὰ της ἕν᾿ ἀρνὶ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσε;
Ποὺ καθισμένη ἐβρίσκαμε στὸ ἔρμο περιγιάλι,
Καὶ λυπηρὰ ἐτραγούδαε τῆς ἄνοιξης τὰ κάλλη;
Ἄχ! τὸ τραγούδι ἀκλούθαε, κοιτάζοντας τὸ κύμα
Μὲ τόση λύπη, ποὺ ἔλεγες ὁπὼς ἐκοίταε μνῆμα.
Τὴ μαύρη! τὴν ἀπάντησα τὸ χάραμα στὸ δρόμο,
Ἀλλὰ τὴν κόρη τέσσεροι τὴν εἴχανε στὸν ὦμο·
Χυμένα ἦταν σ᾿ ὅλο της τὸ λείψανο ποὺ εὐώδα
Γιούλια, μοσκοῦλες καὶ γαντσιές, τραντάφυλλα καὶ ρόδα.
Σβημένα ἦταν τὰ μάτια της ποὺ φέγγαν σὰν ἀστέρια,
Καὶ μὲ κορδέλες κόκκινες δεμένα εἶχε τὰ χέρια.
Ἄχ! κατεβάζοντάς τηνε οἱ τέσσεροι ἀπ᾿ τὸ βράχο,
Κανεὶς δὲν τὴν ἀκλούθαε πάρεξ τὸ ἀρνὶ μονάχο,
Καὶ μαραμένα ἤτανε τὰ ἀνθηρὰ στολίδια,
Ποὺ κάθε αὐγὴ τοῦ ἐμάζωνε καὶ τοῦ ἔπλεκεν ἡ ἴδια.
Τ᾿ ἀρνὶ μόνον ἀκλούθαε, μπὲ μπέ, μπὲ μπὲ φωνάζει,
Πάντα μπὲ μπέ, πάντα μπὲ μπέ, καὶ τὴν παιδούλα κράζει.
Μὲ τὸ κουδούνι στὸ λαιμὸ εἰς τοὺς γκρεμοὺς περπάτει·
Ν τ ὶ ν ντὶν κουδούνιζε κοντὰ εἰς τὸ στερνὸ κρεβάτι.
Ἐτούτη εἶναι, κόρη μου, ἡ ὄμορφη παιδούλα,
Ὁποὖχε στὰ ξανθὰ μαλλιὰ νεοθέριστη μυρτούλα.''