31/7/10

Στου Βούλτσου τα μουράγια!!!


Εθιμοτυπικά, δύο ή τρεις φορές, κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στη Κεφαλόβρυσο για χορταράκια* και αχινέους. Με άφθονες κροκάλες, χωρίς ιδιαίτερη αμμουδιά και με βράχια και βραχάκια έξω στα ρηχά (όπου και τα χορταράκια), είναι συνήθως κυματώδης, και ευτυχώς! η συγκεκριμένη παραλία δεν είναι από τους τουριστικούς πόλους έλξης. Οι ντόπιοι, όπως και εμείς μαζεύουν τα χορταράκια και τους αχινέους, ανάλογα με τη φάση του φεγγαριού (στη γιόμιση). Μετά από κάποια μέτρα απόστασης από την πετρώδη και βραχώδη ακτή και σε ικανοποιητικό βάθος για έναν άνθρωπο μετρίου αναστήματος, ο βυθός είναι αμμώδης. Το μπάνιο στα δροσερά και πεντακάθαρα νερά της είναι αναζωογονητικό. Στη σκιά του μουράγιου, μερικές οικογένειες θα μείνουν μέχρι το απόγευμα. Θα κολατσίσουν με λίγο φρέσκο ψωμί με λάδι, τυρί, ντομάτα. Ή με ο,τι έβγαλαν από τη μυρωδάτη θάλασσα! Μυρωδάτη θάλασσα! Πουθενά αλλού η θάλασσα δεν έχει τη μυρωδιά που έχει η Κεφαλόβρυσος. Αυτά τα φύκια (τα χορταράκια) που ξεβράζει το κύμα στην ακτή, μοσχοβολάνε. Το ρουθούνι και το πνευμόνι δεν χορταίνει να ρουφάει. Δεν αγαπώ ιδιαίτερα τις κοσμικές παραλίες που μυρίζουν αντηλιακό, ούτε μου αρέσει να ψήνομαι στον ήλιο. Λατρεύω να περιπλανιέμαι σε βυθούς με πλούσια χλωρίδα και πανίδα! Η Κεφαλόβρυσος είναι από τους τελευταίους παράδεισους, για τα μέτρα του νησιού, μια και οι περισσότερες παραλίες έχουν αμμώδη βυθό. Πριν ένα χρόνο όμως, κάπου εκεί πήρε το μάτι μου μπολντόζες, και με έζωσαν τα φίδια... μετά ακούστηκαν οι ψίθυροι...θα γίνει ξενοδοχείο...
‘’Πάμε το πρωί, για χορταράκια;’’ με ρωτάει και φέτος ο πατέρας μου. ‘’Και βέβαια θα πάμε! ‘’ Αγουροξυπνημένα τα παιδιά μου γκρίνιαζαν. Δεν έδωσα σημασία και τα έβαλα στο σαραβαλάκι του παππού. Προσπεράσαμε τη στροφή για Γάιδαρο, το Plagos, την Άμπουλα και στρίψαμε δεξιά για Κατραγάκι, όπως έγραφε η πινακίδα. Προορισμός μας του Βούλτσου τα μουράγια. Παλιά υπήρχε εκεί προβλήτα που πλέον έχει βυθιστεί. Προς μεγάλη χαρά των παιδιών και απορία για μας, στα αριστερά μας, πάνω από τα μουράγια υπάρχουν νεροτσουλήθρες. Νεροτσουλήθρες σε ερημική παραλία; Ερημική; Όχι πια! Τεράστεια ξενοδοχειακή μονάδα είναι πλέον σε λειτουργία. Ξύλινες ομπρέλες έχουν χωθεί στην άμμο! Άμμος; Που βρέθηκε τόση άμμος στην Κεφαλόβρυσο; Μα, ναι! Τον προηγούμενο χρόνο είχα δει φορτηγά να τη κουβαλάνε. Ποίος ξέρει από που; Ένας εργάτης ξεπετρίζει κοντά στα μουράγια. Καθαρίζει τη θάλασσα από τις πέτρες! Όπως κάνουμε δεκάδες χρόνια τώρα, εμείς και άλλοι ντόπιοι λουόμενοι, έχουμε αφήσει τα πράγματά μας στη σκιά του μουράγιου. Ξαφνικά πίδακες νερού ξεπετάγονται πάνω από τον όχθο και καταβρέχουν τις πετσέτες και τα ρούχα μας. Τα παιδιά κλαίνε, θέλουν κάτι στεγνό να βάλουν πάνω τους. Και οι τρεις διαφορετικές παρέες που καταβραχήκαμε αρχίζουμε να διαμαρτυρόμαστε. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου κοιτάζουν απαθέστατα τις προσπάθειές μας να σύρουμε τα πράγματα μας πιο πέρα. ‘’Πρέπει να ποτίσουμε το γκαζόν’’ ‘’Οκ, να ποτίσετε το γκαζόν! Μα στις μία το μεσημέρι; Δεν μπορείτε βράδυ, ή χάραμα;’’ Δεν ίδρωσε το αυτί τους! Το πότισμα και οι ριπές του νερού συνεχίζονται. Παρατηρώ ότι σύρριζα του μουράγιου υπάρχουν τρία μπεκ, και μια άλλη σειρά βρίσκεται σύριζα με τον πλακόστρωτο διάδρομο που οδηγεί στις νεροτσουλήθρες. Αφού κάθε μπεκ έχει δύο εξόδους νερού, αυτό σημαίνει οτι από τη σειρά που είναι προς τη θάλασσα ο ένας πίδακας απλώς καταβρέχει τους ντόποιους λουόμενους με αποτέλεσμα να το ξανασκεφτούν αν θελήσουν να ξαναέλθουν και ο άλλος πίδακας, της άλλης σειράς καταβρέχει τη πλακόστρωση. Το γκαζόν που υποτίθεται πρέπει να ποτιστεί είναι ένα άθλιο, αραιοσπαρμένο κιτρινιάρικο που προσπαθεί να επιβιώσει πάνω σε μη απορροφητικό χώμα. Προς τι τόση σπατάλη νερού; Τι εξυπηρετεί η σειρά των μπεκ, κολλητά στο μουράγιο, αν όχι την ενόχληση και την απομάκρυνση των ντόπιων;
Κάποιος από τη διπλανή παρέα, αφού είδε οτι δεν ακούν από λόγια οι του ξενοδοχείου, βρήκε τρόπο και τα έκλεισε μόνος του. Η τάξη επανήλθε! Κάτι όμως έχει πλέον ‘’σπάσει’’. Φωτογράφησα την ακτή, τη θάλασσα, θέλοντας να την κρατήσω στη μνήμη μου, έτσι, στην αρχική της μορφή. Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να φυλακίσει και το άρωμά της. Δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα υπάρχουν ή θα είναι βρώσιμα τα χορταράκια. Ή κατά πόσο το αντηλιακό θα υπερκαλύψει το άρωμά τους. Ξέρω όμως ότι κάθε πέτρα που σηκώνεται και πετιέται έξω, ή κάθε άλλη, μη φιλική προς το συγκεκριμένο περιβάλλον, παρέμβαση, διαταράσσει μια αλληλουχία, σπάει μια τροφική αλυσίδα. Ξέρω ακόμη, οτι δεν βρήκα ούτε έναν αχινό. Μα, ούτε έναν! Τυχαίο; Άραγε, ποιό θα είναι το επόμενο είδος που θα τείνει προς εξαφάνιση από την περιοχή; Οι πεταλίδες; Τα καβουράκια; Οι καρτσίνες; Τα χορταράκια; Ή οι γύλοι, τα σπαράκια και άλλα μικρά ψαράκια; Μήπως και τα χταποδάκια;