6/3/19

Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΓΙΑ ΚΟΥΜΠΑΡΑ ΚΑΙ ΓΥΡΙΣΕ ΝΥΦΗ

Ναι, αληθεια είναι, να σε χαρώ! Τον εσμιγε από καιρούς στη βρυση. Πήγαινε τάχα μου για νερο, να γιομίσει τσι σιγλους . Είχανε κάμει το ένα τσους με τσι άλλες και τση κάνανε πλάτες. Όχι, οτι δεν τη φθονεύανε, τη φθονεύανε, αλλά είναι που και ελόγου τσης εγνώριζε τσι δικές τσους πομπές και για δαύτο δεν βγάλανε τσιμουτία. Όχι, όχι μωρές, μην ακούτε τι λένε τα τραγούδια, οτι τάχα μου τση τόπε ένα πουλάκι με ανθρώπινη μιλιά. Δε γένουνται, να σας χαρώ, ευτά τα πράματα. Εκείνη η χολή τση τόπε, η Κατερούτσα, που όλο γύρευε να τηνε εκεντρώσει. Φιλενάδα να σου πετύχει! Όσκε, πιο μπροστά η Μαρία δεν ήξερε τίποτα, εκεί στη βρύση τα μαθε τα μαντάτα. Ναισκε, ο κόσμος είχε βουϊξει για τα προξενιά, αλλά η Μαρία ντουκ ντουκ στον αργαλειό και φρτ φρτ τη σαϊτα και δόστου και αναστεναμούς πάνου από τα στημόνια, είδηση δεν πήρε! Αμηηή, του 'φαινε το ζωνάρι, να του το πάει ρεγάλο...χρυσοχέρα; Ουου, πού να ιδείς τι έχει φτιασμένα, άλλη δεν υπάρχει σαν εδαυτηνε! (Παρεχτός και αν ποτέ βρεθεί καμμία από του Δομενεγίνη τη φαμελιά να κεντήσει για τη Ρήγισσα μαντήλι), ...Άσε μωρή κοπέλα... Τίποτα. Δικά μου. Ε, τώρα τι να σου πω; Το ζωνάρι στον κόρφο τσης είχε κρύψει και πήγαινε να τονε σμίξει. Σα το κερίο εγίνηκε η κοπέλα σαν έμαθε για τσι αρραβώνες του, αλλά βαστήχτηκε και καμώθηκε οτι δε τη γνοιάζει, για να μη θαραπαεί η Κατερούτσα. Μα, τό 'δατε το χείλο τσης πώς τρεμούλιαζε, δεν το 'δατε; Δεν είναι και λίγο, εδώ που τα λέμε αναμεταξύ μας, να ξεσπαλιάζεσαι στον αργαλειό να του κάμεις ζωνάρι και κειός να παντρολογιέται με άλλη. Δεν είναι και λίγο! Ναι, ναι, και δεν πρόλαβε να συνέρθει απο το ξαφνικο, έρχεται καβάλα καμαρωτός- καμαρωτός και ο λεγάμενος. Ναι, ο αθεόφοβος, ήρθε και την έβρηκε. Άντρες! Τι περιμένεις; Όμορφος, όμορφος! Ναι, να σε χαρώ, καβάλα στο άλογό του, σαν τον Αη Γιώργη - κολάζουμαι, Θε μου σχώρα με, γρία γυναίκα. Και αντίς να τση απολοηθεί, τι τση γυρεύει ωρές κοπέλες; τι λέτε οτι τση γυρεύει; Καλά, ναι, και νερό να πιει τση γύρεψε, αλλά τση γύρεψε, άκουσον , άκουσον θράσσος! Τση γυρεψε να γένει κουμπάρα του, να τονε στεφανώνει..! Το ματακούσατε τέτοιο πράμα; Άη, μωρή και συ! ..ο κουμπάρος τη κουμπάρα...! Ορίστε μας! Αμέσως! Αλλά...! Η Μαρία βράχος! Ψύχραιμη! Κυρία! Εβαλε τα λούσα τσης και πήγε στο στεφάνωμα. Αμη, τι νόμιζες; Ότι θα καθοτουνα να κλαψουριζει και να τον καταριέται, σαν κάποιες άλλες που παρακαλουνε να τσακιστεί και να συντριβει και να μη μπορούνε να τον εγιανουνε, τον αγαπητικο που τσι παράτησε, ούτε σαράντα ντοτοροι με τσι μαθηταδες; Οσκε, Οσκε, επήγε και ούλοι εθαμπωθηκανε από την ομορφαδα τσης! Μα, μη με ρωτάς άλλα, ελίγωσα . Παρακάτου είναι ούλα τα συμβάντα, που σαν πρωτάκουστο, γινηκανε τραγούδι αμεσως, με το νις και με το σύγμα. Ο Νικόλαος
Κατραμής και ο Πάσσωβ φυλαξανε τα λόγια στα γραφτά τσους. Δεν ξέρω τίποτα άλλο να σας πω, αλλά και να ήξερα δεν θα ήλεγα, γιατί δεν είμαι γω σαν τσου ανθρωπους τση παρεθύρας ή σα καμμία κουτσομπόλα που στέκεται με τσι ώρες στις βρύσες...Για να εξηγούμαστε..!


Προξενητάδες έστειλεν ο Ράλλης* για γυναίκα,
Τη βρήκανε οπώφαινε του Ράλλη το ζωνάρι.
Χρυσάφι, ασήμι τώρριχνε, μάλαμμα και λογάρι,
Κι' ασήμι κι' ασημόγνεμα, κλονιά μαργαριτάρι.
Το 'φανε και το ξύφανε, στον κόρφο της το βάνει.
''Μάνα, νερό δεν έχουμε κ' εγώ θα πάω να φέρω''.-
Χρυσό σιγλάκι άρπαξε, στη βρύσι κατεβαίνει.
Κ' εκεί βρήκε τζη όμοιαις της και τζη χειροτεραίς της.
''Μωρή καρυδομάγουλη κι' αμυγδαλογελάστρα,
Μωρή ανεράϊδα του γιαλού και ανευροχορταρίστρα,
Ο Ράλλης επαντρεύτηκε κι' άλλη γυναίκα επήρε,
Κ' εσέ κουμπάρα κράζει σε να τόνε στεφανώσης''.-
''Εγώ, κι' αν επαντρεύτηκε, κι άλλh γυναίκ' αν πήρε, κι αν άλλη ραβωνιάστηκε με γεια του, με χαρά του.
Να παντρευτώ θέλω κι' εγώ κοντά στη γειτονιά του,
Να πάρω απ' τη γέννα του και οχ τη γεννολογιά του,
Και να περνώ 'πό κείθενε, να καίγετ' η καρδιά του''-
Να σου κι' ο Ράλλης έρχεται, στον μαύρον καβελλάρης,
Με το καπέλλο χαμηλά, την κόρη χαιρετάει.-
Βγάλε μου, κόρη μου, νερό, να πιώ κ' εγ' κι ο μαύρος...
Κόρη μ' τι έχείς και χλίβεσαι; τι εχείς κι' αναστενάζεις;''-
''Έμαθα που παντρεύτηκες με γεια σου με χαρά σου,
Κ' εγώ πέρν' απ' τη γέννα σου κι απ' τη γενολογιά σου,
Να παντρευτώ θέλω κ' εγώ, κοντά στη γειτονιά σου,
Να με θωρούν τα μάτια σου, να καίγεται η καρδιά σου''-
''Κόρη μ' κι αν παντρεύτηκα, κουμπάρα να σε κάμω,
Ν' αλλάξεις τα στεφάνια μου να πής το ροιζικό μου''-
Πέρνει και πάει σπίτι της σα μήλο μαραμένο,
Σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα Πατρινό κεράσι.
Κ' η μάνα της την ερωτά, η μάνα της τση λέει,
''Τι έχεις Μαρία, και χλίβεσαι, τι έχεις και αναστενάζεις;-
''Τι να σου πω μανούλα μου, τι να σου μολογήσω,
Ο Ράλλης επαντρεύτηκε, κι άλλη γυναίκα επήρε,
Κι εμέ κουμπάρα έκραξε για να τον στεφανώσω''.-
''Μωρή έχεις πόδια να σταθής, και μάτια να τηράξης.
Και χέρια βεργολύγιστα ν' αλλάξης τα στεφάνια;''-
''Και πόδια έχω να σταθώ, και μάτια να τηράξω,
Και χέργια βεργολύγιστα ν' αλλάξω τα στεφάνια''.-
Κοντεύαν η αποκριαίς, εκόντευε κι ο γάμος
Κ' η μάνα της κ' η θειάδες της κ' η πρωτοξαδρεφαίς της
Τρεις μέραις την χτενίζανε, τρεις μέραις και τρεις νύχταις.
Τζη βάν τον ήλιο πρόσωπο, και το φεγγάρι στήθια,
Και του κοράκου τα φτερά τζη βάνουν καμαροφρύδια.
Τον άμμο τον αμέτρητο' τζη βάνουν δακτυλίδια
Και σαν λουλούδια του βουνού βάνουν μαργαριτάρια.-
Τη ρούγα πέρνει μόνη της, στην εκκλησιά πηγαίνει.-
Κι όταν την ειδ' η εκκλησιά, απ' άκρην άκρη εσείστη.
Π{απάς την είδ' εσώπασε, διάκος δεν ελειτρούγα,
Κ' εκειά τ' αναγνωστόπουλα 'φήκαν τα συναξάρια.-
''Ψάλλε παπά, σαν έψαλλες, διάκο 'σαν ελειτρούγας.
Κ' εσείς αναγνωστόπουλα πέστε το διάβασμά σας!''-
Και η Μαρία σαν έπαψε, ο Ράλλης απλογήθηκε, ο Ράλλης απλογιέται
''Βλόγα παπά μου,βλόγησε κι αν θέλεις δυο πουγγι' άσπρα
γύρε τα στεφανάκια σου και βάλτα της κουμπάρας,
παπά μου κάμε γλήγωρα, κάμε για τη ψυχή σου.
Κάμε τη νούνα νύφη μου, τη νούνα σαστικιά μου
Μ' αυτή μαζή θα ζήσουμε, ώστε να βγή η ψυχή μας''.-
Κ' η μάνα της σα γύρισε, τρέχει την αγκαλιάζει,
''Καλώς τη θεγατέρα μου τη μυριοτιμημένη
Που για κουμπάρα εκίνησες κ' ήρθες στεφανωμένη''.*
------------------------------------------------------------
Συρραφή από το ζακυθινό δημοτικό τραγούδι που διέσωσε ο Ν. Κατραμής και από το αντίστοιχο ζακυθινό που διέσωσε ο Πάσσωβ. Διατήρησα την ορθογραφία τους , αλλά όχι το πολυτονικό.
*Ράλλης=Πιθανό να πρόκειται για τον Μιχαήλ Ράλλη Δρίμη, αρχηγό των στραντιοτι κατά τα μέσα του 15ου αι. όπου μαζί με τους άντρες του και με του Μπούα κατέφυγε για κάποια χρόνια στη Ζάκυθο

14/2/19

ΖΑΚΥΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΟΤΡΑΓΟΥΔΟ..


Μια φορά και έναν καιρό μια βασιλοπούλα βλέποντας τον γέρο πατέρα της να έχει πέσει στα πατώματα, επειδή ένας νεαρός βασιλιάς, ορέγομενος τα εδάφη της επικράτειάς τους, ζητούσε γη και ύδωρ, ειδεμή θα είχαν πόλεμο, αποφάσισε να ντυθεί άντρας και ως αρσενικός διάδοχος του πατέρα της να επισκεφτεί τον επίδοξο σφετεριστή του θρόνου και να προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη. Σε περίπτωση αποτυχίας θα πολεμούσε η ίδια μαζί του.
Μετά από πολλές φουρτούνες και περιπέτειες η εντυπωσιακή φρεγάτα της, επανδρωμένη με 40 παληκαρόπουλα του αναστήματός της, φτάνει στο λιμάνι του ''εχθρού''.
Ο νεαρός βασιλιάς, ο ''εχθρός'' δηλαδή, βλέποντας από τον πύργο του την πολυτελή φρεγάτα να μπαίνει στο λιμάνι του, σπεύδει να κατεβεί στην προκυμαία για να υποδεχτεί επίσημα τον σπουδαίο πρέσβη ''πρίγκιπα'' και τη συνοδεία του, όπως απαιτούσε το αντέτι. Κατά το αντέτι πάλι, αλλά ισως και από εσωτερική παρόρμηση και έλξη, ο νεαρός βασιλιάς σκύβει να φιλήσει τον επισκέπτη και....έγινε η ζημιά!!! Ο νεαρός επισκέπτης στοίχειωσε τον λοϊσμό του! ΄''Μα τι φιλί ήταν εκείνο; Τι γλυκό στόμα! Είναι άντρας, μα φιλεί σαν γυναίκα! Τι μου συμβαίνει;'' Μην αντέχοντας τις αμφιβολίες για την αυθεντικότητα της σεξουαλικής του ταυτότητας και των προτιμήσεών του, εμπιστεύεται τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες του στη μανούλα. Εκείνη ακουγοντάς τον, ειναι αλήθεια, ψιλοταράχτηκε! Τι θα γενόταν το βασίλειο, αν το βλαστάρι της, αντί για γυναίκες, άρχιζε να ποθεί άντρες και δεν άφηνε απογόνους να τον διαδεχτούν στον θρονο; Όμως, σοφή ούσα, η βασιλομήτωρ βρήκε γρήγορα την ψυχραιμία της και τον συμβούλευσε να προσκαλέσει σε ξιφομαχία τον φιλοξενούμενο και αν κέρδιζε ο νεαρός ξένος πρίγκιπας, τότε σίγουρα και απαρασάλευτα ήταν άντρας!
Ο νεαρός βασιλιάς ακολούθησε κατά γράμμα ο,τι του είπε η μανούλα, αλλά μετά το πέρας της ξιφομαχίας παρέμεινε εξίσου μπερδεμένος με πριν! Ξαναπηγαίνει στη μέντορά του, τη μανούλα, και της ξανακουμπάει τους προβληματισμούς του. Είχε νικηθεί! Ο πρίγκιπας ξιφομαχούσε σαν άντρας, μα εκείνο το φιλι....!!! Εκείνο το φιλί, ακόμη του έκαιγε τα χείλη...!
Ακολουθεί νέα συμβουλή από τη μαμά: Να τον καλέσει για κολύμπι! Τι στο καλό! Αν είναι άρρεν, σερνικός παναπεί, θα δεχτεί. Αν είναι θηλυκό, και αν έχει τσίπα πάνω της, θα αρνηθεί γιατί θα ντραπεί να γυμνωθεί μπροστά του και να μείνει με τη σκαμπαβία μοναχά και τα κότολα. Και τω όντι, ο νεαρός πρίγκηψ δέχτηκε ευχαρίστως την πρόκληση και προς μεγάλη, εννοείται, απογοήτευση του νεαρού βασιλιά, γιατί πλέον, έπρεπε να συμβιβαστεί με την νέα πραγματικότητα των σεξουαλικών του προτιμήσεων.
Και εδώ αρχίζουν τα νόστιμα! Ο πρίγκιπας, η νεαρή βασιλοπούλα δηλαδή, είχε σχέδιο..... αλλά το παρακάτω δεν γνωρίζω να σας το πω, καθώς οι σχετικοί στίχοι δεν έχουν διασωθεί! Ωστόσο το παραμύθι μας, σύμφωνα με τους τελευταίους στίχους που διασώθηκαν, έχει χάπι εντ!!! Ο έρωτας είναι αμοιβαίος, ο πόλεμος αποσωβείται και το ζεύγος καταφτάνει στην πατρίδα της γενναίας κόρης και ζήσαν όλοι μια χαρά και μεις καλύτερααα!
Το παραπάνω παραμύθι στην Ζάκυνθο έγινε δημοτικό τραγούδι, ενώ στην Ήπειρο συναντάμε παραλλαγές του παραμυθιού για μία βασιλοπούλα που πήγε στον πόλεμο και επειδή με το πέρας του πολέμου περηφανεύτηκε οτι πήγε παρθένα γύρισε παρθένα, ο προσβεβλημένος βασιλιάς την απήγαγε, εκείνη από τον θυμό της πήρε όρκο σιωπής, μέχρι που η μνηστή του βασιλέως την αντιμετώπισε ως δουλάρα και τα πήρε στο κρανίο η μουγγή, και έβγαλε μια γλώσσα να...! κλπ κλπ! Αυτά στην Ήπειρο. Αλλά και αλλού συναντάμε διάφορες παραλλαγές του. Η πιο συχνή είναι οτι σε κάποιες από τις δοκιμασίες έσπασε ένα από τα κουμπιά του μπούστου και φάνηκε το βυζί της, όμως το υπόλοιπο κόνσεπτ είναι εντελώς διαφορετικό. Δεν έχει τις νοστιμιές του ζακυνθινού.
Παρακάτω απολαύστε την έμμετρη μορφή του παραμυθιού, από δημοτικό άσμα της Ζακύνθου, όπως το διέσωσε ο Λ. Ζώης στο ιστορικολαογραφικό του λεξικό. Εκτιμώ οτι δημιουργήθηκε στο α' μισό του 19ου αιώνα επί αγγλικής κυριαρχίας, όταν πλέον οι ζακυνθινομωραϊτες και οι ηπειρώτες, καλαρύτες και γιαννιώτες, είχαν εγκατασταθεί στο νησί, όταν το τσεκίνι είχε πάψει να υφισταται και η ελληνική είχε γίνει η επίσημη γλώσσα. Το ''φριγάδα'' από το αγγλικο frigade αντί του βενετσιάνικου fregada ή του ιταλικού fregata, καθώς και το τουρκικο νόμισμα γρόσι που άρχισε να εισρέει στα εφτάνησα μετά το ορλοφικά αλλά σε σημαντικές ποσότητες κυρίως μετά το 1812, όταν υπήρξε έλλειψη μικρού νομίσματος, καθώς και οι τούρκικες λέξεις ''ντιβάνι'' και ''σελάχια''(είναι ο ζωστήρας για όπλα), σηματοδοτούν κάπως τον χρονο δημιουργίας του.
"Βασιλοπούλα κάθεται σ' ολόχρυσο παλάτι
έχει ριμμένα τα μαλλιά στην κρουσταλένια πλάτη,
Έχει τ' Απρίλη τσι δροσιές, τα λούλουδα του Μάη
τον κύρη της παρακαλεί και τον συχνορωτάει:
-''Για πες μου, βασιλέα μου, γιατί βαρυκαρδίζεις,
που εσύ έχεις χώρες και χωριά και συ τα διορίζεις;
Πού έχεις λιβάδια αμέτρητα, γρόσια πολλά κατέχεις,
πες μου σ' εμέ τον πόνο σου, μολόγησέ μου τι έχεις;''
-''Μα τι έχω, κόρη, να σου πω πολύ θα σε πικράνω
τι με ωφελούνε τα καλά, τα γρόσια τι να κάνω;
Πού ένας μεγάλος βασιλιάς, κι έν' άξιο παλικάρι
που έχει στρατόν αμέτρητο, γυρεύει να μου πάρει
τσι χώρες μου και τα χωριά αδίκως ν' αποκτήσει,
αλλοιώς αυτός μου εμήνυσε πως θα με πολεμήσει!''
-''Γι αυτό, κύρη μου, θλίβεσαι και μέναμε πικραίνεις;
Εγώ θα πάω για τα σε και ήσυχος να μένεις.
Φριγαδα αρματωσε χρυσή και τα κουπιά ασημένια,
βάλε πανιά μεταξωτά, σαβούρα σιδερένια.
Βάλε στη πρυμνη το Σταυρό, στη πλώρη κεντημενα
φλαμπουρα με σαράντα νιους όμορφους σαν και μενα!
ούλοι νάχουν το μπόι μου και την περπατησιά μου
και κόψε και τα ρούχα τους αφ' τα χρυσά προικιά μου.
Αντρίκια ρούχα θα ντυθώ και θάλασσες θα σκίσω,
θα πάω να βρω τον βασιλιά να τονε πολεμήσω.
Αντρίκια ρούχα θα ντυθώ να βγω καμαρωμένα
και δος μου τα σελάχια μου τα χρυσοαργυρωμένα!''
Λίγος καιρός δεν πέρασε που η φριγάδα φεύγει,
χρυσή φριγάδα, ολόχρυση, ηλιοστεφανωμένη.
Το γύρο γύρο χαιρετά και στη φριγάδα μπαίνει
τον κύρη της παρακαλεί κι αυτά του παραγγέρνει:
-''Αν κάμεις χρόνια να με ιδείς, χρόνια για να μ' ακούσεις,
μην κατεβείς εις το γυαλό, τους ναύτες να ρωτήσεις!
Κύταξε τ' 'αστρο της νυχτός και τ' άστρο όντας φωτίσει!
όντας το ιδείς κι είναι θολό, ο χάρος θα νικήσει''.
Την άγκυρα εσηκώσανε και τα πανιά απλώσαν
και η φριγάδα εκίνησε, τα φλάμπουρα εφουσκώσαν,
κοντά της με σαράντα νιους, σαράντα παλικάρια
όλοι με ίδια φορεσιά εις τα μαργαριτάρια.
Εις τη βαθιά τη θάλασσα με ταραχή εδιαβαίναν
σύννεφ' από τον ουρανό μαύρα και αραχνιασμένα.
Βαρύς βορειάς εφύσηξε κ' εσήκωσε το κύμα
και η φριγάδα εσείστηκε και τα κατάρτια ετρίξαν
κι η ρηγοπούλα φώναξε τους ναύτες:''τι κοιτάτε;
Παιδιά, μαζεύτε τα πανιά και μη χασομεράτε''
και στο τιμόνι κάθεται και κοίταζε απ' την πλώρα
''Παιδιά, καρδιά κι αγνάντεψα του βασιλιά τη χώρα!''
Με τα σαράντα δύο κουπιά εφτάσαν στο λιμάνι
κι ο βασιλιάς του παλατιού καθόταν στο ντιβάνι.
Λαμπρά ρούχα εφόρεσε και φθάνει στο λιμάνι,
ειδ' ένα νέο όμορφο στον κόσμο δεν εφάνη
και με το ''καλωσόρισες'', πριν του μιλήσει ακόμα,
έσκυψε, τον εφίλησε γλυκά-γλυκά στο στόμα.
Παραέξω η κορη ετραβήχτηκε περήφανα του λέγει:
''Εγώ είμαι βασιλόπουλο και ήρθα για τα σένα.
Είμ' εκεινού που μήνυσες άδικα ν΄αποχτήσεις
τσι χώρες του και τα χωριά , αλλοιώς θα πολεμήσεις
Ο κύρης μου κι ο βασιλιάς μ' έστειλε να σ' ορίσω,
την ίδια γνώμη αν κρατείς, για να σε πολεμήσω''.
Ετότε ο νέος εκίνησε στη μάνα του πηγαίνει,
δεν ξέρει πότε έφτασε, τη σκάλα ανεβαίνει:
-''Μάνα, έφτασε νέος κι άραξε, μάνα μου στο λιμάνι,
οπού στα μάτια μου στον κόσμο δεν εφάνη,
Έχει του ήλιου τη θωριά , του φεγγαριού τη χάρη,
ποτέ μου δεν έχω ιδεί τέτοιας λογής καμάρι.
Μάνα, δεν ήταν νέου φιλί, στο στόμα τόχω ακόμα,
Ω! μ' έκαψε, με φλόγισε, ω! μου ΄καψε το στόμα!''
-''Σώπα, σώπα, παιδάκι μου και μη το βάνει ο νους σου
κόρη ναρθεί τόσο μακρυά στους τόπους τους δικούς σου,
που είναι τρομάρα θάνατος να φτάσει στο λιμάνι!''
-''Μάνα, δεν ήταν νέου φιλί, μανούλα μου, εκείνο,
παρά είναι κόρης όμορφης, γι αυτό φαρμάκι πίνω''.
-''Σύρε να παίξετε σπαθί, να ρίξετε λιθάρι
και α σε περάσει, είναι νιός και πρώτο παλικάρι''.
Πήγαν και παίξανε σπαθί και ρίξανε, λιθάρι
κι η κόρη επροσπέρασε και βγήκε με καμάρι.
-''Μάνα, είναι νέος στο σπαθί και νέος στο λιθάρι
και νέα είναι στο φιλί και βγαίνει με καμάρι''.
-''Σύρε να κολυμπήσετε στη θάλασσα, όντας φέξει
κι αν είναι νέος θα το δεχτεί και κόρη δε θα στρέξει''.
Η κόρη όντας τ' άκουσε, δεν κλαίει, δε δειλιάζει,
-''Μετά χαράς σου, βασιλιά, στη θάλασσα να μπούμε,
ταχειά, α θες και δίνεσαι μαζί να παραβγούμε''.
Τα παλικάρια μυστικά τα 'κραξε αράδα-αράδα.
-''Έτοιμη θέλω το πρωί για να βρεθεί η φριγάδα!''
Και η φριγάδα είν' 'ετοιμη, έτοιμη να κινήσει
κι ο βασιλιάς περίμενε το νέο να κολυμπήσει.
.....................................................................
.........................................................................
................ΧΑΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ......................
.................................................................
-''Α σου 'φταιξα, συμπάθησε.......................
για ένα φιλί που σου δωσα, κάλλιο να μη στο είχα δώσει,
που μ΄έκαμες και βρίσκουμαι χωρίς καρδιά και γνώση.
Σύρε να πεις του κύρη σου να μην κρατήσει αμάχη
νύφη να γένει η κόρη του, γιο του να με ονομάσει''
Τα παλικάρια τραγουδάν΄τα όργανα χτυπάνε
κι η κόρη με το βασιλιά έρωτα μολογάνε.
Ο βασιλιάς καθότανε, στα πέλαγα κοιτάει,
βλέπει τη θυγατέρα του, εις τη φριγάδα πάει.
Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη;
Ποιος είδε κόρη όμορφη στ' αντρίκια φορεμένη
να παιζει με τη θάλασσα, το κύμα να μουλώνει,
να μαϊνάρει τα πανιά, ν' αρπάζει το τιμόνι;
Να βγαίνει πρώτη στο σπαθί και πρώτη στο λιθάρι;
και κερδισμένη πάντοτε να βγαίνει με καμάρι;
-''Καλώς τηνε την κόρη μου, τη βλέπω και θαυμάζω΄
πολεμιστή την έστειλα, νύφη την αγκαλιάζω''.

Ο Πλαστογράφος της Αναφωνήτριας


Κάθε φορά που το νησί απειλουνταν με ξεκληρισμό και αφανισμό- και δεν ήταν λίγες οι φορές- και εφόσον οι ύμνοι και οι προσευχές, με όσο πάθος κι αν είχαν ειπωθεί, δεν είχαν απότέλεσμα, οι ζακυθινοί χρησιμοποιοιούσαν τα μεγάλα μπρόγια για να φτάσει, επιτέλους, η κοινή προσευχή τους για έλεος, στους ουρανούς. Ανομβρία; Λοιμική; Σεισμοί; Στις φοβερές και κρίσιμες στιγμές κάποια από τις κυρίες των βουνών, Σκοπιώτισσα, Αναφωνήτρα, Κεριώτισσα κ.α. ή και δύο από αυτες, ή και τρεις, κατέβαιναν στη χώρα, είτε για προσκύνημα, είτε για λιτάνευση, με κάθε επισημότητα που απαιτούσε το τελετουργικό. Με το αζημίωτο, φυσικά! Κάποια φορά, γύρω στo 1677, είχαν κατεβάσει την Παναγία Αναφωνήτρα στους Αγίους Αποστόλους στη Χώρα, γιατί είχε καιρούς να βρέξει και κιντυνεψανε να ζημώσουνε τσι χριστοκουλούρες με κρασί σκέτο. Ανομβρία και ξεραϊλα τόση, που στη Strada delle Εrbe οι ζοχιοί και τα χεροβότανα, κάνανε ένα μάτι! Δίψαε ο κόσμος, δίψαε και η γής που είχε γένει ούλο σκισίες (Πώς είναι το κρακελέ;) Τότες, λοιπόν, ο κρης ιερέας Κέκος ή Γκέκος (ή Τσέκος από το Φραγκίσκος ή Φρατζέσκος) Καλλέργης, που υπηρετούσε στον ναό των Αγίων Αποστόλων, σκέφτηκε: γιατί να ταλαιπωρείται η σεπτή εικόνα της κυράς με τα ανεβοκατεβάσματα δώθε κείθε με το μουλάρι του μοναστηριού, και να κιντυνεύει να πέσει σε κάνα γκρεμό ή σε καμμία νεροσυρμή και να τσακιστεί για μισό βατσέλι με άσπρα; Ατός του ζωγράφος, αγιογράφος ήτανε. Ε, μπόρειε λοιπόν, να κάμει μία ολόιδια πιτούρα του κονίσματος και να στέκει ολοχρονικοίς εδεκεί στη Χώρα. Μήπως δεν την είχανε χρεία κάθε μουμέντο; Ούτε οι σεισμοί λείψανε ποτές, ούτε οι πανούκλες και οι βλογιές! Έπειτα, ήθελε να κάμει και μια εκκλησία δική του, που ως ιερέας ρεφερενταριος δεν θα μπορειε να μαζέψει τα χρειαζουμενα τσεκινια ούτε στον αιώνα τον άπαντα. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Πήρε τα πενέλα του, το ''δε άστα'' και ''δε βάρω'', τα κολόρια και ασπραδια αυγού και έφτιαξε μια ολόιδια! Κάποιος, ...κάπως, ...δεν ξέρω πώς, ...μαθεύτηκε! Και να, ο Καλλέργης να τραβιέται στα κριτήρια... και ούλο το νησί να έχει βουήξει για το ανοσιούργημα και τον ιερόσυλο ...και να η τρομολαγνεία και οι Κασσάνδρες ...που θα μας κάψει ο θέος,...θα μας βουλιάξει συφορά μας, που ο κακοχροναναχει... που να μη τονε ευρει άλλη μερα, που να συντριβεί και να τσακιστεί , να ξακληριστεί, να αφανιστει κλπ κλπ . κατάρες. Το Τζουντιτσιο πήρε μέρες και μερες, μέχρι ο πρεβεδούρος Γιακουμής Κορνάρος (Κορνέρ1676-1678) να αποφανθεί και με διάταγμά του να ορισει οτι πρέπει το αντίγραφο της εικόνας της Αναφωνήτριας να μείνει για πάντα μαζί με το πρωτότυπο.
Δεν γνωρίζω αν επιβλήθηκε ποινή και τι είδους στον Τσέκο,
είναι όμως γεγονός οτι την ίδια χρονιά του δωρήθηκε ή του είχε δωρηθεί ένα οικοπεδάκι πάνω στη Σαρτζάδα για να χτίσει το όνειρό του: μία εκκλησία, με τον όρο να γίνεται πότε πότε κάνα μνημόσυνο ή κάνα τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δωρητή. Όπερ και εγένετο! Έκτισε, εκεί στη Σαρτζάδα, τον ναό της Αγίας Αννας και Ιωακείμ όπου τον αμπελίρησε με δικά του έργα. Δια χειρός του! Αργότερα ο γιος του, Νικολαος Καλλέργης, σπουδαίος ζωγράφος, εκόσμισε με έργα του σημαντικούς ναούς του νησιού. Ένα από αυτά είναι στον Άγιο Χαραλαμπη στο ποτάμι, όπου αιωνες μετά, κατά την αφαίρεση του "πουκαμισου" της εικόνας για συντήρηση, οι σύγχρονοί μας πρόσεξαν ότι στο φόντο είχε ζωγραφίσει και την πόλη της Ζακύνθου όπως ακριβώς ήταν στην εποχή του (18ος)
---------------------------------------------------------------------------
Η Φωτογρφία είναι από το μπλογκ του π. Panagiotis Kapodistrias''Νυχθημερόν'' http://www.nyxthimeron.com/2014/08/8_7.html
http://1.bp.blogspot.com/…/AAAAAAAB9eU/_tkyyhReMx4/s1600/An…

Ανεμοστρούφουλας στο Ιόνιο



20 ΓΕΝΑΡΙΟΥ -
ΖΑΚΥΝΘΟΣ: Φονικός ανεμοστρούφουλας έπληξε το νησί προκαλώντας στο πέρασμά του ανυπολόγιστες ζημίες σε γη και θάλασσα. Ο Ζαφείρης Τζάνες και οι συντρόφοι του αγνοούνται! Άκαρπες οι έρευνες στη θάλασσα για τον εντοπισμό τσους. Ανήσυχοι οι γονέοι τσους και ούλο το πόπολο.
Σήμερο, 20 Γεναρίου, ανημερίς του οσίου Μέγα Ευθυμίου, ημέρα Τρίτη, τρείς ώρες να βραδυώσει, (2.49 μ.μ*) ήρθε ένας ανεμοστρόβιλος και γίνηκε μεγάλη συφορά και αφανισμός σε πολλούς τόπους. Εξεκόλωσε πολλά δέντρα ελιές, κυπαρίσσια, εγκρέμισε καμπαναρία και διάφορα σπίτια και από άλλα επήρε τσι σκέπασες και τσου τσάκισε τα κεραμίδια. Οι κοκόροι από τσου αναμινάλες επήανε ούφου ντούφου. Μα το πούλιο βαρείο είναι που έκαμε χαλασμό μεγάλο και στη θάλασσα. Φουντάρισε βάρκες και πνιγήκανε αθρώποι. Ο Ζαφείρης Τζάνες με τους συντρόφους του αγνοούνται. Οι γονέοι τσους, βουρλισμενοι από την αγωνία, κάμανε παρακληση στον ναό των Αγίων Αποστόλων** με την ορπίδα να βάλει ο θέος το χέρι του για τη σωτηρία τσους. Οι έρευνες όμως, που άρχισαν αμέσως μετά τον ανεμοριπισμό και συνεχίστηκαν από τους ψαράδες που ήταν στο πόρτο για καλαμάρια με φανούς, μέχρι αργά τη νύχτα, δεν είχαν αποτέλεσμα!
Ούλοι μας, από το Φόρο μέχρι τον Αι Λάζαρο. δεούμεθα για το μιράκολο τση σωτηρία τσους.
Από έγκυρα ραπόρτα μαθαίνουμε για τη βολοντά του Πρεβεδουρου να δώκει όνομα στον ανεμοστρούβουλα μη και τονε λησμονήσουμε ή μη και τονε μπερδέψουμε με αλλονε, που τάχα μου θε 'ναρθει. Το όνομα του πρεντιλετου του είναι ευτο του οσίου Ευθυμίου***, όπου για συντομία θα λέεται '' Ο Θύμιος''. Το αρχοντολόι πάει κόντρα του και μήνυσε του πρεβεδούρου οτι ευτά δεν είναι σκέδια, είναι σεμπιάδες και θε να γένουμε ρεντίκουλο των σκυλιώνε.
Θύμιος ξεθυμιος να μη ματαπερασει Αγιοδητρια μου και αγία Αγαθη, αστραφτος είναι ο Θεός και αχειροποιητος ο ουρανός.
Μερκούριος, Ο Ντελάλης του Φόρου
20 Γενάρη 1713
* Το 1713 ίσχυε το Ιουλιανό ημερολόγιο, δηλαδή 13 μέρες μπροστά, όπου ο ήλιος δύει στις 5.49 μ.μ.
** Ο παραπάνω κυκλώνας πράγματι πέρασε και σάρωσε τη
Ζάκυνθο και δυστυχώς, το κείμενο στηρίζεται, ως επί τω πλείστω, σε πραγματικά γεγονότα τα οποία κατέγραψε ο ιερέας του ναού των Αγίων Αποστόλων, περίπου πεντέμισι μήνες αργότερα, στο βιβλίο της εκκλησίας, όταν του πήγαν τα κόλυβα του Ζαφείρη Τζάνε για τα εξάμηνα.
*** Άγιαντώνης έγραφε
Αι-Θανάσης έκοβε
κι Αγιο-Θυμιός θυμίαζε
(Ελληνική λαΪκή Παροιμία)

21/3/14

ΆγριεςΊριδες : Ο κόσμος των μικρών θαυμάτων














Και τι δεν μου θύμισε αυτή η μικρή άγρια ίριδα, Moraea sisyrinchium, που μοναχική φύτρωσε στο παρκάκι της γειτονιάς μου, εδώ στη Ν. Σμύρνη.
Κάθε χρόνο στις αρχές της Άνοιξης, το αλώνι μας μπροστά από το σπίτι (στη Ζάκυνθο βέβαια)γιόμιζε με τις μοβ μπλε λιλά πινελιές τους, δίνοντας χαρούμενο και ζωηρό χρώμα στον πράσινο καμβά. Με το γλυκό και διακριτικό τους άρωμά, στο οποίο ήθελες να βυθιστείς ξανά και ξανά, προοιώνιζαν την άνοιξη και τον ερχομό των πασχαλινών διακοπών. Και ήταν τόσο, μα τόσο εύθραυστες! Δεν άντεχαν στο βάζο αν τις έκοβες. Ζάρωναν και γέμιζαν μπλε ζουμί, λες και ήταν από τα δάκρυά τους που ξεριζώθηκαν από τη γη. Ευτυχώς τώρα μπορούν να φωτογραφηθούν και να παρατείνουν έτσι, τη ζωή τους πάνω στο πράσινο χαλί των αλωνιών, των χωραφιών και των ...πάρκων, μερικές ακόμη ώρες. Είναι ονειρεμένα τέλειες!!!

7/9/11

Θέρος, τρύγος, πόλεμος!
























Μόλις έφυγαν οι εργάτες, ρούφηξε τη τελευταία γουλιά από το κρασί του και άφησε να του ξεφύγει ένα άγριο ουφ. Τον παρακολούθησα με το βλέμμα να πηγαίνει στη βρύση και να ρίχνει νερό στο πρόσωπό του. ''Ουφ, ουφ'' ξαναβόγκηξε. ''Δεν θα τη βγάλω καθαρή φέτος'' ''Κούραση, ε;''
























Προσπάθησα να κρύψω την ενοχή μου πίσω από λέξεις και ερωτήσεις που περίττευαν. Ενοχή που είχε να κάνει με την αποχή όλων μας από τον τρύγο. ''Δεν είναι ωράριο, για μένα τούτο. Να δουλεύω μέχρι τσι τρεις μες τη κάψα. Δε θα τη βγάλω. Παλαιά κάναμε μεσημέρι και συνεχίζαμε το απόγιομα'' ''Πατέρα, δε λέει. Τα αγόρια, έχουν τις δουλειές τους, δεν μπορούν να τις απαρατήσουν και να έρθουν στον τρύγο. Εμείς έχουμε το μαγείρεμα και τα παιδιά μας να φροντίσουμε. Δεν μπορούμε να έρθουμε στο κτήμα. Δώσε παραπάνω χρήματα στους εργάτες και κλείσε τους χωρίς φαγητό, να μπορούμε να ερχόμαστε. Ή πάρε περισσότερους εργάτες και μη κάνεις τίποτα εσύ'' Μα, που να πάνε οι συφοριασμένοι να φάνε με πέντε ευρώ παραπάνου, που θα πάρουνε; Να βάλω περισσότερους δεν συμφέρει'' ''Ε, μα, αν δεν συμφέρει, αραίωσε τα κλήματα να μπαίνει άνετα μέσα το τρακτέρι, να γλιτώνεις το κουβάλημα και να χεις και λιγότερη δουλειά και λιγότερα εργατικά'' ''Μα, μπορώ να ξεκολώσω τη περιουσία μου;'' ''Πατέρα, είσαι 84 και θέλεις να δουλεύεις σαν παληκαράκι. Γίνεται;'' ''Αν έζειε η μάνα σου, θάβλεπες πως θα δούλευα. Ήτανε η ζωή μου'' Τώρα θες το μαστελαρισμένο κρασάκι που κατέβαζε σαν νεράκι, θες η κούραση, θες τα γεράματα και η μοναξιά του, τον πήραν τα κλάματα. Για τον πύργο που χάθηκε, για τον πύργο του. Τη μάνα μας. Και αν η μάνα μας ήταν ο πύργος, ο πατέρας μου είναι το κάστρο. Και λυπάμαι πάρα πολύ να βλέπω το άλλοτε απόρθητο και ισχυρό κάστρο, λίγο λίγο να βάλλεται από τον χρόνο και να λαβώνεται η περηφάνια του ακαταπόνητου, ζητώντας χέρι βοήθειας.
























 Την επόμενη μέρα, έχοντας και η Βάσω τα ίδια συναισθήματα, πήγε να τρυγήσει. Μαζί και ο Κώστας, ο αδερφός μας. Εγώ, αφού ετοίμασα κάτι για το φούρνο, πήρα τα παιδιά και πήγα στα αλώνια. Ο πατέρας μου είχε ήδη πάει τη ρούγα. Τον έδιωξα και φόρεσα τα γάντια μου. Έχωσα τα δάχτυλά μου στο σωρό του καλαθιού και σήκωσα μερικές σταφίδες. Μέλισσες και σφήκες πετάγονταν από παντού. Από πάνω μου, από πίσω μου...τώρα θα με τσιμπήσουν, τώρα θα με τσιμπήσουν...Έλιωσα μερικές σταφίδες προσπαθώντας να τις αποφύγω. Ευτυχώς που δεν ζει ο νόνος να αρχίσει να φουγιάζει ''ωρές, λιώμα τσι κάματε, γυαλίζει το αλώνι'' ή Πούλιο ντρίτα, πούλιο ντρίτα'' ήταν τότε που έβλεπε οτι δεν νογάμε να κρατήσουμε την ευθεία στις άκρες και έφερνε ένα ίσιο καλάμι για οδηγό μας. ''Τα κοτσάνια απόξω, κοπέλες και μη πατήτε τσι ρόγες που ροβολάνε, να τσι σαρώνετε με τούτο δω'' και μας έδινε ένα μάτσο ψίληθρα δεμένα δεμάτι για να σκουπίζουμε. Το άρωμα του φυτού ήταν έντονο και δεν υπάρχει περίπτωση να δω ψίληθρα και να μη θυμηθώ τα σαρωματάκια του νόνου μου και το άπλωμα τση σταφίδας. Όσο ήταν μπροστά ο γέρος ακολουθούσαμε τις οδηγίες του κατά γράμμα. Στις άκρες του αλωνιού, τα κοτσάνια έξω και ντρίτα στην ευθεία καθέτως και οριζοντίως για να μη δημιουργούνται γλώσσες και δυσκολεύει το άπλωμα. Σαρώναμε τσι ρόγες και απλώναμε με προσοχή ώστε να μη λιώσουμε τις σταφίδες. Μόλις πισωπλάτιζε για να πάει να σκαλίσει και να σημαδέψει το καλαμάκι του με τα φορτώματα που είχανε έρθει , εμείς αρχίζαμε να απλώνουμε σαν τσι μουρλές βιαστικά και πανικόβλητα μη μας φάνε οι μέλισσες και αν πάτιαμε καμία τσάμπα, τη πετάγαμε στο αλώνι τση προηγούμενης μέρας -σιγά μη φανεί ο ψύλλος στα άχερα- . Δεν προλαβαίναμε να τελειώσουμε και έφτανε η καινούργια καρία με τον πατέρα μου οδηγό. ''Μωρές, γιατί εδώ είναι απανουτάρι; Εκεί γιατί πέφτουνε τα σμπάρα;'' Η καλύτερή μας ώρα, όταν έπεφτε ο ήλιος στο βουνό. Η ώρα για την επιστροφή στο σπίτι!
Έχω τελειώσει το άπλωμα και του τελευταίου καλαθιού. Ιδρωμένη, γεμάτη εγώ και τα ρούχα μου, κολλώδη ζουμιά από τις σταφίδες, με μουδιασμένα πόδια και χέρια, κοιτάζω στο κινητό μου την ώρα. Ουπς! Ώρα να πάω να σβήσω το φούρνο και να ετοιμάσω το τραπέζι για τους εργάτες και την οικογένεια. Στις 15.μμ έρχονται όλοι κουρασμένοι, καταιδρωμένοι και μες τη βρώμα, διψασμένοι και πεινασμένοι. Βλέπω την αδερφή μου ξέπνοη. ''Δεν παλεύεται σου λέω, δεν παλεύεται...δεν πληρώνεται με τίποτα αυτή η ταλαιπώρια''
Για χάρη του πατέρα μας για δέκα μέρες ήμασταν εκεί, απίκο για τις ανάγκες του τρύγου. Αλλά, δεν παίζεται...δεν παίζεται αυτός ο πόλεμος σας λέωωω...

3/9/11

Περί όνου σκιάς
























Ο Γάιδαρος δεν είναι από τις αγαπημένες μου παραλίες. Είναι όμως η κοντινότερη και όταν δεν έχουμε όρεξη για μακρινές διαδρομές καταλήγουμε στα ρηχά νερά του Γαιδάρου. Δεν συμπαθώ αυτή τη παραλία γιατί μου δίνει την αίσθηση του βούρκου, ειδικά προς το λιμανάκι. Η κατάσταση βελτιώνεται αισθητά προς τα δεντράκια, τα αρμυρίκια, που η σκιά τους φθάνει μέχρι τη θάλασσα. Εκεί τα νερά είναι καθαρότερα και φυσικά δεν καίγεσαι ούτε καν τις μεσημεριανές ώρες. Αυτό ίσχυε τουλάχιστον μέχρι πέρυσι. Φέτος, μπάζωσαν μέχρι τον αιγιαλό ένα οικόπεδο, έκοψαν τα αρμυρίκια και έβαλαν ...ομπρέλες. Γιατί αν υπήρχαν τα αρμυρίκια, ποίος θα καθόταν στις ομπρέλες; Ο ήλιος είναι δημόσιο αγαθό, αλλά η σκιά δεν είναι. Χρεώνεται επιπλέον. Οπότε τα δεντράκια θυσιάστηκαν στο βωμό του κέρδους. Αλλώστε γιατί να ασχοληθεί κανείς με τη σκιά του Γαιδάρου; Ασήμαντο θέμα!
Σχετικά με την απόσταση που πρέπει να έχουν τα κτίσματα ή οι μάντρες από τον αιγιαλό, τι τελικά ισχύει στη Ζάκυνθο; Πόσες παρανομίες έχουν γίνει με τις ευλογίες του Δήμου; Αλικανάς, Γερακαρίο, Τραγάκι, Μπελούσι και όπου αλλού; Ευτυχώς που στο κόλπο του Λαγανά καταδέχθηκε να γεννάει η χελώνα και υπάρχουν ακόμη σημεία που δεν τα έχουμε μπαζώσει. Αλλά πρέπει να υπάρχουν οι κοινοτικές οδηγίες και η φύλαξη του θαλάσσιου πάρκου για τη χελώνα και τη φώκια για να αντιμετωπίσουμε με σεβασμό το περιβάλλον μας; Από μόνοι μας δεν μπορούμε να σεβαστούμε τίποτα; Ούτε καν τους νόμους μας;