Ναι, αληθεια είναι, να σε χαρώ! Τον εσμιγε από καιρούς στη βρυση. Πήγαινε τάχα μου για νερο, να γιομίσει τσι σιγλους . Είχανε κάμει το ένα τσους με τσι άλλες και τση κάνανε πλάτες. Όχι, οτι δεν τη φθονεύανε, τη φθονεύανε, αλλά είναι που και ελόγου τσης εγνώριζε τσι δικές τσους πομπές και για δαύτο δεν βγάλανε τσιμουτία. Όχι, όχι μωρές, μην ακούτε τι λένε τα τραγούδια, οτι τάχα μου τση τόπε ένα πουλάκι με ανθρώπινη μιλιά. Δε γένουνται, να σας χαρώ, ευτά τα πράματα. Εκείνη η χολή τση τόπε, η Κατερούτσα, που όλο γύρευε να τηνε εκεντρώσει. Φιλενάδα να σου πετύχει! Όσκε, πιο μπροστά η Μαρία δεν ήξερε τίποτα, εκεί στη βρύση τα μαθε τα μαντάτα. Ναισκε, ο κόσμος είχε βουϊξει για τα προξενιά, αλλά η Μαρία ντουκ ντουκ στον αργαλειό και φρτ φρτ τη σαϊτα και δόστου και αναστεναμούς πάνου από τα στημόνια, είδηση δεν πήρε! Αμηηή, του 'φαινε το ζωνάρι, να του το πάει ρεγάλο...χρυσοχέρα; Ουου, πού να ιδείς τι έχει φτιασμένα, άλλη δεν υπάρχει σαν εδαυτηνε! (Παρεχτός και αν ποτέ βρεθεί καμμία από του Δομενεγίνη τη φαμελιά να κεντήσει για τη Ρήγισσα μαντήλι), ...Άσε μωρή κοπέλα... Τίποτα. Δικά μου. Ε, τώρα τι να σου πω; Το ζωνάρι στον κόρφο τσης είχε κρύψει και πήγαινε να τονε σμίξει. Σα το κερίο εγίνηκε η κοπέλα σαν έμαθε για τσι αρραβώνες του, αλλά βαστήχτηκε και καμώθηκε οτι δε τη γνοιάζει, για να μη θαραπαεί η Κατερούτσα. Μα, τό 'δατε το χείλο τσης πώς τρεμούλιαζε, δεν το 'δατε; Δεν είναι και λίγο, εδώ που τα λέμε αναμεταξύ μας, να ξεσπαλιάζεσαι στον αργαλειό να του κάμεις ζωνάρι και κειός να παντρολογιέται με άλλη. Δεν είναι και λίγο! Ναι, ναι, και δεν πρόλαβε να συνέρθει απο το ξαφνικο, έρχεται καβάλα καμαρωτός- καμαρωτός και ο λεγάμενος. Ναι, ο αθεόφοβος, ήρθε και την έβρηκε. Άντρες! Τι περιμένεις; Όμορφος, όμορφος! Ναι, να σε χαρώ, καβάλα στο άλογό του, σαν τον Αη Γιώργη - κολάζουμαι, Θε μου σχώρα με, γρία γυναίκα. Και αντίς να τση απολοηθεί, τι τση γυρεύει ωρές κοπέλες; τι λέτε οτι τση γυρεύει; Καλά, ναι, και νερό να πιει τση γύρεψε, αλλά τση γύρεψε, άκουσον , άκουσον θράσσος! Τση γυρεψε να γένει κουμπάρα του, να τονε στεφανώνει..! Το ματακούσατε τέτοιο πράμα; Άη, μωρή και συ! ..ο κουμπάρος τη κουμπάρα...! Ορίστε μας! Αμέσως! Αλλά...! Η Μαρία βράχος! Ψύχραιμη! Κυρία! Εβαλε τα λούσα τσης και πήγε στο στεφάνωμα. Αμη, τι νόμιζες; Ότι θα καθοτουνα να κλαψουριζει και να τον καταριέται, σαν κάποιες άλλες που παρακαλουνε να τσακιστεί και να συντριβει και να μη μπορούνε να τον εγιανουνε, τον αγαπητικο που τσι παράτησε, ούτε σαράντα ντοτοροι με τσι μαθηταδες; Οσκε, Οσκε, επήγε και ούλοι εθαμπωθηκανε από την ομορφαδα τσης! Μα, μη με ρωτάς άλλα, ελίγωσα . Παρακάτου είναι ούλα τα συμβάντα, που σαν πρωτάκουστο, γινηκανε τραγούδι αμεσως, με το νις και με το σύγμα. Ο Νικόλαος
Κατραμής και ο Πάσσωβ φυλαξανε τα λόγια στα γραφτά τσους. Δεν ξέρω τίποτα άλλο να σας πω, αλλά και να ήξερα δεν θα ήλεγα, γιατί δεν είμαι γω σαν τσου ανθρωπους τση παρεθύρας ή σα καμμία κουτσομπόλα που στέκεται με τσι ώρες στις βρύσες...Για να εξηγούμαστε..!
Κατραμής και ο Πάσσωβ φυλαξανε τα λόγια στα γραφτά τσους. Δεν ξέρω τίποτα άλλο να σας πω, αλλά και να ήξερα δεν θα ήλεγα, γιατί δεν είμαι γω σαν τσου ανθρωπους τση παρεθύρας ή σα καμμία κουτσομπόλα που στέκεται με τσι ώρες στις βρύσες...Για να εξηγούμαστε..!
Προξενητάδες έστειλεν ο Ράλλης* για γυναίκα,
Τη βρήκανε οπώφαινε του Ράλλη το ζωνάρι.
Χρυσάφι, ασήμι τώρριχνε, μάλαμμα και λογάρι,
Κι' ασήμι κι' ασημόγνεμα, κλονιά μαργαριτάρι.
Το 'φανε και το ξύφανε, στον κόρφο της το βάνει.
''Μάνα, νερό δεν έχουμε κ' εγώ θα πάω να φέρω''.-
Χρυσό σιγλάκι άρπαξε, στη βρύσι κατεβαίνει.
Κ' εκεί βρήκε τζη όμοιαις της και τζη χειροτεραίς της.
''Μωρή καρυδομάγουλη κι' αμυγδαλογελάστρα,
Μωρή ανεράϊδα του γιαλού και ανευροχορταρίστρα,
Ο Ράλλης επαντρεύτηκε κι' άλλη γυναίκα επήρε,
Κ' εσέ κουμπάρα κράζει σε να τόνε στεφανώσης''.-
''Εγώ, κι' αν επαντρεύτηκε, κι άλλh γυναίκ' αν πήρε, κι αν άλλη ραβωνιάστηκε με γεια του, με χαρά του.
Να παντρευτώ θέλω κι' εγώ κοντά στη γειτονιά του,
Να πάρω απ' τη γέννα του και οχ τη γεννολογιά του,
Και να περνώ 'πό κείθενε, να καίγετ' η καρδιά του''-
Να σου κι' ο Ράλλης έρχεται, στον μαύρον καβελλάρης,
Με το καπέλλο χαμηλά, την κόρη χαιρετάει.-
Βγάλε μου, κόρη μου, νερό, να πιώ κ' εγ' κι ο μαύρος...
Κόρη μ' τι έχείς και χλίβεσαι; τι εχείς κι' αναστενάζεις;''-
''Έμαθα που παντρεύτηκες με γεια σου με χαρά σου,
Κ' εγώ πέρν' απ' τη γέννα σου κι απ' τη γενολογιά σου,
Να παντρευτώ θέλω κ' εγώ, κοντά στη γειτονιά σου,
Να με θωρούν τα μάτια σου, να καίγεται η καρδιά σου''-
''Κόρη μ' κι αν παντρεύτηκα, κουμπάρα να σε κάμω,
Ν' αλλάξεις τα στεφάνια μου να πής το ροιζικό μου''-
Πέρνει και πάει σπίτι της σα μήλο μαραμένο,
Σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα Πατρινό κεράσι.
Κ' η μάνα της την ερωτά, η μάνα της τση λέει,
''Τι έχεις Μαρία, και χλίβεσαι, τι έχεις και αναστενάζεις;-
''Τι να σου πω μανούλα μου, τι να σου μολογήσω,
Ο Ράλλης επαντρεύτηκε, κι άλλη γυναίκα επήρε,
Κι εμέ κουμπάρα έκραξε για να τον στεφανώσω''.-
''Μωρή έχεις πόδια να σταθής, και μάτια να τηράξης.
Και χέρια βεργολύγιστα ν' αλλάξης τα στεφάνια;''-
''Και πόδια έχω να σταθώ, και μάτια να τηράξω,
Και χέργια βεργολύγιστα ν' αλλάξω τα στεφάνια''.-
Κοντεύαν η αποκριαίς, εκόντευε κι ο γάμος
Κ' η μάνα της κ' η θειάδες της κ' η πρωτοξαδρεφαίς της
Τρεις μέραις την χτενίζανε, τρεις μέραις και τρεις νύχταις.
Τζη βάν τον ήλιο πρόσωπο, και το φεγγάρι στήθια,
Και του κοράκου τα φτερά τζη βάνουν καμαροφρύδια.
Τον άμμο τον αμέτρητο' τζη βάνουν δακτυλίδια
Και σαν λουλούδια του βουνού βάνουν μαργαριτάρια.-
Τη ρούγα πέρνει μόνη της, στην εκκλησιά πηγαίνει.-
Κι όταν την ειδ' η εκκλησιά, απ' άκρην άκρη εσείστη.
Π{απάς την είδ' εσώπασε, διάκος δεν ελειτρούγα,
Κ' εκειά τ' αναγνωστόπουλα 'φήκαν τα συναξάρια.-
''Ψάλλε παπά, σαν έψαλλες, διάκο 'σαν ελειτρούγας.
Κ' εσείς αναγνωστόπουλα πέστε το διάβασμά σας!''-
Και η Μαρία σαν έπαψε, ο Ράλλης απλογήθηκε, ο Ράλλης απλογιέται
''Βλόγα παπά μου,βλόγησε κι αν θέλεις δυο πουγγι' άσπρα
γύρε τα στεφανάκια σου και βάλτα της κουμπάρας,
παπά μου κάμε γλήγωρα, κάμε για τη ψυχή σου.
Κάμε τη νούνα νύφη μου, τη νούνα σαστικιά μου
Μ' αυτή μαζή θα ζήσουμε, ώστε να βγή η ψυχή μας''.-
Κ' η μάνα της σα γύρισε, τρέχει την αγκαλιάζει,
''Καλώς τη θεγατέρα μου τη μυριοτιμημένη
Που για κουμπάρα εκίνησες κ' ήρθες στεφανωμένη''.*
''Καλώς τη θεγατέρα μου τη μυριοτιμημένη
Που για κουμπάρα εκίνησες κ' ήρθες στεφανωμένη''.*
------------------------------------------------------------
Συρραφή από το ζακυθινό δημοτικό τραγούδι που διέσωσε ο Ν. Κατραμής και από το αντίστοιχο ζακυθινό που διέσωσε ο Πάσσωβ. Διατήρησα την ορθογραφία τους , αλλά όχι το πολυτονικό.
*Ράλλης=Πιθανό να πρόκειται για τον Μιχαήλ Ράλλη Δρίμη, αρχηγό των στραντιοτι κατά τα μέσα του 15ου αι. όπου μαζί με τους άντρες του και με του Μπούα κατέφυγε για κάποια χρόνια στη Ζάκυθο