7/9/11

Θέρος, τρύγος, πόλεμος!
























Μόλις έφυγαν οι εργάτες, ρούφηξε τη τελευταία γουλιά από το κρασί του και άφησε να του ξεφύγει ένα άγριο ουφ. Τον παρακολούθησα με το βλέμμα να πηγαίνει στη βρύση και να ρίχνει νερό στο πρόσωπό του. ''Ουφ, ουφ'' ξαναβόγκηξε. ''Δεν θα τη βγάλω καθαρή φέτος'' ''Κούραση, ε;''
























Προσπάθησα να κρύψω την ενοχή μου πίσω από λέξεις και ερωτήσεις που περίττευαν. Ενοχή που είχε να κάνει με την αποχή όλων μας από τον τρύγο. ''Δεν είναι ωράριο, για μένα τούτο. Να δουλεύω μέχρι τσι τρεις μες τη κάψα. Δε θα τη βγάλω. Παλαιά κάναμε μεσημέρι και συνεχίζαμε το απόγιομα'' ''Πατέρα, δε λέει. Τα αγόρια, έχουν τις δουλειές τους, δεν μπορούν να τις απαρατήσουν και να έρθουν στον τρύγο. Εμείς έχουμε το μαγείρεμα και τα παιδιά μας να φροντίσουμε. Δεν μπορούμε να έρθουμε στο κτήμα. Δώσε παραπάνω χρήματα στους εργάτες και κλείσε τους χωρίς φαγητό, να μπορούμε να ερχόμαστε. Ή πάρε περισσότερους εργάτες και μη κάνεις τίποτα εσύ'' Μα, που να πάνε οι συφοριασμένοι να φάνε με πέντε ευρώ παραπάνου, που θα πάρουνε; Να βάλω περισσότερους δεν συμφέρει'' ''Ε, μα, αν δεν συμφέρει, αραίωσε τα κλήματα να μπαίνει άνετα μέσα το τρακτέρι, να γλιτώνεις το κουβάλημα και να χεις και λιγότερη δουλειά και λιγότερα εργατικά'' ''Μα, μπορώ να ξεκολώσω τη περιουσία μου;'' ''Πατέρα, είσαι 84 και θέλεις να δουλεύεις σαν παληκαράκι. Γίνεται;'' ''Αν έζειε η μάνα σου, θάβλεπες πως θα δούλευα. Ήτανε η ζωή μου'' Τώρα θες το μαστελαρισμένο κρασάκι που κατέβαζε σαν νεράκι, θες η κούραση, θες τα γεράματα και η μοναξιά του, τον πήραν τα κλάματα. Για τον πύργο που χάθηκε, για τον πύργο του. Τη μάνα μας. Και αν η μάνα μας ήταν ο πύργος, ο πατέρας μου είναι το κάστρο. Και λυπάμαι πάρα πολύ να βλέπω το άλλοτε απόρθητο και ισχυρό κάστρο, λίγο λίγο να βάλλεται από τον χρόνο και να λαβώνεται η περηφάνια του ακαταπόνητου, ζητώντας χέρι βοήθειας.
























 Την επόμενη μέρα, έχοντας και η Βάσω τα ίδια συναισθήματα, πήγε να τρυγήσει. Μαζί και ο Κώστας, ο αδερφός μας. Εγώ, αφού ετοίμασα κάτι για το φούρνο, πήρα τα παιδιά και πήγα στα αλώνια. Ο πατέρας μου είχε ήδη πάει τη ρούγα. Τον έδιωξα και φόρεσα τα γάντια μου. Έχωσα τα δάχτυλά μου στο σωρό του καλαθιού και σήκωσα μερικές σταφίδες. Μέλισσες και σφήκες πετάγονταν από παντού. Από πάνω μου, από πίσω μου...τώρα θα με τσιμπήσουν, τώρα θα με τσιμπήσουν...Έλιωσα μερικές σταφίδες προσπαθώντας να τις αποφύγω. Ευτυχώς που δεν ζει ο νόνος να αρχίσει να φουγιάζει ''ωρές, λιώμα τσι κάματε, γυαλίζει το αλώνι'' ή Πούλιο ντρίτα, πούλιο ντρίτα'' ήταν τότε που έβλεπε οτι δεν νογάμε να κρατήσουμε την ευθεία στις άκρες και έφερνε ένα ίσιο καλάμι για οδηγό μας. ''Τα κοτσάνια απόξω, κοπέλες και μη πατήτε τσι ρόγες που ροβολάνε, να τσι σαρώνετε με τούτο δω'' και μας έδινε ένα μάτσο ψίληθρα δεμένα δεμάτι για να σκουπίζουμε. Το άρωμα του φυτού ήταν έντονο και δεν υπάρχει περίπτωση να δω ψίληθρα και να μη θυμηθώ τα σαρωματάκια του νόνου μου και το άπλωμα τση σταφίδας. Όσο ήταν μπροστά ο γέρος ακολουθούσαμε τις οδηγίες του κατά γράμμα. Στις άκρες του αλωνιού, τα κοτσάνια έξω και ντρίτα στην ευθεία καθέτως και οριζοντίως για να μη δημιουργούνται γλώσσες και δυσκολεύει το άπλωμα. Σαρώναμε τσι ρόγες και απλώναμε με προσοχή ώστε να μη λιώσουμε τις σταφίδες. Μόλις πισωπλάτιζε για να πάει να σκαλίσει και να σημαδέψει το καλαμάκι του με τα φορτώματα που είχανε έρθει , εμείς αρχίζαμε να απλώνουμε σαν τσι μουρλές βιαστικά και πανικόβλητα μη μας φάνε οι μέλισσες και αν πάτιαμε καμία τσάμπα, τη πετάγαμε στο αλώνι τση προηγούμενης μέρας -σιγά μη φανεί ο ψύλλος στα άχερα- . Δεν προλαβαίναμε να τελειώσουμε και έφτανε η καινούργια καρία με τον πατέρα μου οδηγό. ''Μωρές, γιατί εδώ είναι απανουτάρι; Εκεί γιατί πέφτουνε τα σμπάρα;'' Η καλύτερή μας ώρα, όταν έπεφτε ο ήλιος στο βουνό. Η ώρα για την επιστροφή στο σπίτι!
Έχω τελειώσει το άπλωμα και του τελευταίου καλαθιού. Ιδρωμένη, γεμάτη εγώ και τα ρούχα μου, κολλώδη ζουμιά από τις σταφίδες, με μουδιασμένα πόδια και χέρια, κοιτάζω στο κινητό μου την ώρα. Ουπς! Ώρα να πάω να σβήσω το φούρνο και να ετοιμάσω το τραπέζι για τους εργάτες και την οικογένεια. Στις 15.μμ έρχονται όλοι κουρασμένοι, καταιδρωμένοι και μες τη βρώμα, διψασμένοι και πεινασμένοι. Βλέπω την αδερφή μου ξέπνοη. ''Δεν παλεύεται σου λέω, δεν παλεύεται...δεν πληρώνεται με τίποτα αυτή η ταλαιπώρια''
Για χάρη του πατέρα μας για δέκα μέρες ήμασταν εκεί, απίκο για τις ανάγκες του τρύγου. Αλλά, δεν παίζεται...δεν παίζεται αυτός ο πόλεμος σας λέωωω...

2 σχόλια:

  1. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες θυμάμαι που έπεσα σε πάτημα σταφυλιών στο σπίτι σου! Και τις σταφίδες που έβλεπα απλωμένες αυτό τον καιρό, κατάφερα και τις φωτ0γράφησα. Χρόνια τις κυνηγάω... Ο πατέρας σου αστέρι! Αντέχει! Να είναι καλά! Και του χρόνου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. χαχαχα, μόλις σου άφησα σχόλιο. Και του χρόνου χαχαχα

    ΑπάντησηΔιαγραφή