21/6/09

Στη σκιά τση περγουλιάς.


Εδώ και μέρες προσπαθώ να πετύχω τον πατέρα μου στο τηλέφωνο, αλλά εις μάτην. Προσπαθώ να σκεφτώ διάφορα σενάρια και ακολουθώ νοερώς τις κινήσεις του: Πρωί στα χτήματα. Μπα! Ιούνης, Θεριστής, κολοκυθόμηνας, δεν έχει δουλειές. Μπάνιο στη θάλασσα. Πρωί, πρωί πηγαίνει, μα από τον Ιούνη; Μπα θά 'χει δουλειές στη χώρα. Μεσημέρι, κοιμάται! Από τις 1.00 είναι στη καλύβα και κοιμάται. Ας τηλεφωνήσω απόγευμα. Τηλεφωνώ ανά μία ώρα. Τίποτα! Μα που στο καλό είναι; Τηλεφωνώ στον αδελφό μου. Κανείς! Στη γειτόνισσα, στην άλλη γειτόνισσα, τίποτα. Καμία δεν είναι στο έρμο τσης. Να πάρω τη θεία μου; Μωρέ ή θα είναι στις κότες ή θα κάνει διακόσια χρόνια να σηκώσει το τηλέφωνο. Να μη πολυλογώ, καλώ τη θεία μου. ''Ωρή κυρά μου, τι κάνεις;'' όλο ενθουσιασμό η προεστή. ''Θεία, ο μπαμπάς μου που...βόσκει;'' προσπάθησα να διασκεδάσω την ανησυχία μου. ''Εδώ είναι μάτια μου, τονε θες; να του μιλήσω;'' ''Να τον έψαχνα στο σπίτι, στον αδερφό μου, δεν μπόρεια να τον έβρω'' άρχισα, για να πω τις ανησυχίες μου, μια και η θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, σαν δεύτερη μάνα μας είναι. ''Ου, καϋμένη, και σιγά μην έβρεις κανένανε μέσα, με τέτοια κάψα βραμέντε. Ούλοι εδώ είναι ψυχή μου, στη περγουλιά που κάνει κομάτι φρέσκο. Σε ένα μουμέντο θα τσου βγάλω για φίλεμα κάτι σύκα ούλο δροσία. Μα πως το λησμόνησα; Κάθε καλοκαίρι η αυλή της θείας μου, γίνεται το κοινόβιο τση γειτονιάς. Μαζεύονται όλοι εκεί, για τη δροσία τσης και για τη στρατηγική τσης θέση, όπου μπορεί κανείς να ελέγχει ούλες τσι μπασίες και το κεντρικό δρόμο. Πάνω από πενήντα χρόνια η περγουλιά είναι το δροσερό καταφύγιο από τον κάματο του καλοκαιριού. Κάτω από τον ίσκιο της έχουν πλεχτεί εκατοντάδες μέτρα μέρλων, που στόλισαν τσι προίκες των κοπελώνε. Έχουν σχολιαστεί, για καλό ή κακό όλοι όσοι έτυχε να περνάνε από τον κεντρικό δρόμο (ούλο το χωρίο δηλαδή). Κάτω από τον ίσκιο της περγουλιάς έχουν ειπωθεί όλες οι παλιές ιστορίες των παλαιώνε για τη φαμελιά μας.

Πάντα, στη πιο καίρια θέση, καθόταν η γεροντότερη. Αυτή έβλεπε και επέβλεπε. Αυτή έδινε αφορμή για το αντικείμενο/υποκείμενο σχολιασμού: ''χμ, ο Μίμουλας περνάει, πάει στο καφενείο, ε και ο Μούμας από πίσω. Προχθές το άλογό του, λύθηκε και έτρεχε στα λιόφτα μας'' Αυτή είχε τον πρώτο λόγο για κάλεσμα ή για φίλεμα: ''Έλα, κουμπάρε, κόπιασε να σε φιλέψουμε κομάτι πλεζονιά! Λούλα, βγάλε μία καθίκλα για το κουμπάρο. '' Και προς εμάς τα παιδιά ''Μέσα στο πηγάδι κρέμεται ένα μαλαθούνι με μία πλεζονιά, τραβήχτε το σχοινί αγάλια αγάλια από το φιλιατρό και φέρτε μου το καρπούζι, και από κόντω, βγάλτε μου και ένα σιγλαράκι νερό να δροσίσω το κεφάλι μου''

Σε αυτή τη περγουλιά, πριν τριάντα χρόνια, η ίδια η νόνα που διαφέντευε στο θερινό κοινόβιο, έφαγε ξύλο από το νόνο μας ''τον γέρο'' όπως τον αποκαλούσε.
Ήταν Αύγουστος και είχε έρθει από Αθήνα και η άλλη γιαγιά, που παρότι ζακυνθινιά και χήρα δεν φόραγε πια τα ολόμαυρα, όπως οι άλλες γρίες του χωριού και φυσικά ούτε μαντήλι, ούτε κάλτσες. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη! Η νόνα με μία βεντουλέττα μάταια προσπαθούσε να δροσιστεί. ''Ουφ, συμπεθέρα μου τι κάψα είναι τούτη; Δεν υποφέρεται!'' με απόγνωση προς την ''Αθηναία'' γιαγιά. ''Μα και συ καϋμένη μου τι φορείς; Κάλτσες! Μαντήλι! Βγάλτα, να δροσιστείς συφορέλια σου!'' Είχε κάποιους δισταγμούς η νόνα, αλλά ήταν και τόση η κάψα που τελικά πήγε και έβγαλε κάλτσες , μπόλια,βελέσι και έμεινε μόνο με τη δροσερή τσης ρόμπα.
Και εκεί που σιγά σιγά άρχιζε να νοιώθει άνθρωπος, έρχεται ο ''γέρος'' κούτσα κούτσα με τη λαγούτσα (ήταν 92 χρονών και οι νόνες 80). Με το που βλέπει τη γδύμνια τση νόνας, άφρισε. 'Αρχισε να ανασηκώνει τη βράκα του, να δένει και να ξεδένει το ζωνάρι του ''Ορή παλιόγρια, εμουρλάθηκες και πας να πουτανέψεις στα γεράματα; τί εγδύθηκες; Πήγαινε να βάλεις τα σκαρτσούνια ογλήγορα'' αγρίεψε ''Γιατί ορέ γέρο, με λες μουρλή και πουτάνα; Μοναχά εγώ δεν φορώ σκαρτσούνια; Με τέτοια κάψα, ούλες τα 'χουνε βγαλμένα, να και η συμπεθέρα'' προσπάθησε να πάρει το πάνω χέρι η νόνα. Με την αντιλογία τσης, ήδη ο νόνος είχε σηκώσει τη λαγούτσα του και την κατεύθυνε προς τα γδυμνά τσης πόδια. '' Επειδή η συμπεθέρα είναι μουρλή και πέταξε τα μαύρα και το μαντήλι τσης πάει να πεί ότι πρέπει να κάμεις και συ τα ίδια; Μποδάτε τι έχεις να κάμεις άμα πεθάνω''
Η γιαγιά από την Αθήνα έσπευσε να συνοδέψει τη νόνα μου μέσα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα ψεύτικα δόντια της: ''Χορό, συμπέθερε, χορό θε να κάμει!''....

5 σχόλια:

  1. Έστω και καθυστερημένα, σόρα Ιωάννα το απόλαυσα!!!!

    Πολύ ωραία ιστορία!

    Σε φιλώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χαχαχαχα! Γελάωωωωωωωωωωωωω! Ε ρε πλάκες οι νόνες.....
    Τσι ξυλιές δεν τσι γλύτωσε η έρμη παρόλη τη ζέστη...
    Δε μου λες βρε Ιωάννα, και ο άντρας σου ζακυθινός είναι; Και ποίο είναι ευτούνο το χωρίο σου που όλο το ακούω;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ντάνα,
    ευχαριστώ,
    ευχαριστώ.
    Φιλιά ...επίσης!

    Κική,
    ο άντρας μου είναι Μακεδόνας. Είπαμε...δεν είναι όλοι τέλειοι :-)
    Το χωρίο μου, ε; χμμμ!
    Απέχει 8 χλμ από τη χώρα, στον οδικό άξονα Ζάκυνθος-Καταστάρι.
    Εκεί είναι το Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο.
    Βοήθησα αρκετά;
    Ντάνα, ...σσστ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αααααααααααααα κατάαααααααααααααααλαβααααα! χαχαχα! Οκ, κατάλαβα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή