9/7/09

Λούχας Ανάβασις




Αύγουστος!
Κατακαλόκαιρο!
Πριν ένα χρόνο...
Άρμπα, χαράματα, δύο παλληκάρια, τα ανίψια μου, με περίμεναν έξω στην αυλή του πατρικού μου. Ο παππούς τους μόλις τα είδε χάρηκε, γιατί του πέρασε μια ιδέα, οτι τα φώτισε ο Θεός και ήρθαν να τον βοηθήσουν στο τρύγο. Όμως όχι, οι νεαροί λεβέντες είχαν ραντεβού μαζί μου για να πάμε για... καφέ στη Λούχα. Για καφέ από τα άγρια χαράματα; Ναί αν πρόκειται να ανέβεις με το πεζώ δύο, ή αν πρόκειται να κάνεις Trekking ή πεζοπορία από Αγγερικό. Σχεδόν 10 χλμ μόνο ανηφόρα. Να μη μας φάει και η κάψα!


Πήραμε τα σακίδια με τα απαραίτητα (νερό, φρούτα, ψωμί κλπ) και σαν τα φαντάσματα εξαφανιστήκαμε μέσα στην πρωινή πάχνη. Στο δρόμο συναντήσαμε μόνο αλλοδαπά φαντάσματα που περίμεναν κάποιον να τους πάρει για τον τρύγο τση σταφίδας.
Οι πρώτες δειλές αχτίνες του ήλιου ξεδίπλωσαν πλήθος αρωμάτων σπιτικών και τόσο οικείων. Η γλυκόξινη μυρωδιά του ψωμιού που μόλις άρχιζε να φουσκώνει μέσα στον φούρνο που κάηκαν ξύλα. η μυρωδιά της σταφίδας που ξανάσαινε στη δροσία της αυγής τη ζέστα της νύχτας. Μπήκαμε στον Φαγιά. Εδώ το πρόγραμμα Leader του 3ου κοινοτικού πλαίσιου στήριξης, ...καλά κρατεί...Ξενώνες, Μουσείο, Μεζεδοπωλείο, Παραδοσιακές στολές, όλα με χρηματοδότηση από την ευρωπαίκή κοινότητα. Σοκαριστήκαμε όταν μετά από τις απέλπιδες προσπάθειές μας να βρούμε περίπτερο για κάνα παγωτό και τσιγάρα πληροφορηθήκαμε οτι το πλησιέστερο ήταν στο ...γειτονικό χωριό, στο Δράκα. Αχ, τι καφέ παγωμένο, παγωμένο θα πιώ χωρίς τσιγάρα;

Ας ελπίσω να είμαι τυχερή και να βρώ στη Λούχα. Στην Αγία Μαρίνα γίνονταν επισκευές και έτσι δεν μπόρεσα να πλησιάσω και να δω τον αρχαίο κίονα από ναό της Αρτεμούλας που βρισκόταν εκεί. Ξαποστάσαμε πάνω από ένα ρέμα και με το μάτι το ακολουθήσαμε μέχρι που το χάσαμε μέσα στον λόγγο. ¨οσες φορές έτυχε να περάσουμε από την Αγία Μαρίνα με το αυτοκίνητο ποτέ δεν είχα προσέξει την καταπληκτική θέα που απλώνεται κάτω από τον Φαγιά προς την Ανατολή και βόρεια. Ο λαμπρός ήλιος πάνω από την θάλασσα. Τσιλιβί, Αλυκές, Κεφαλονιά. Έχει αρχίσει κιόλας η κάψα. Η ανηφόρα έχει όλο και μεγαλύτερη κλίση. Αρχίζουν τα δύσκολα. Το μακρύ τζην μου παντελόνι, βολικό για την πρωϊνή πάχνη αποδυκνύεται η χειρότερη επιλογή μου. Κολάει πάνω μου, στα ιδρωμένα πόδια μου και κάθε βήμα είναι σαν να σέρνω αλυσίδες και σιδερένια μπάλα μαζί.
Έχουμε κάνει μόνο τη μισή διαδρομή, πως θα τα βγάλω πέρα; Αδύνατον. Όμως βρέθηκε λύση. Στο σάκο του μεγαλύτερου αγοριού υπήρχε ξεχασμένο ένα παλιό μαγιό-βερμούδα. Σιγά μη με ένοιαζε να φορέσω αντρικό παντελόνι και σιγά μη με ένοιαζε να αλλάξω ρούχα στη μέση του δρόμου, κάπου εκεί στο πουθενά, στην ερημιά του βουνού. Εγώ καιγόμουνα, σαν να φόραγα ρούχο βουτηγμένο στο αίμα του Κένταυρου Νέσσου. και γυμνή θα συνέχιζα αν χρειαζόταν. Έβγαλα με ανυπομονησία τα σπορτέξ και προσπαθούσα να ξεκολλήσω από πάνω μου το τζην. Τα αγόρια είχαν πάει λίγο πιο πέρα και από διακριτικότητα μου είχαν γυρίσει τις πλάτες τους. ''Τι είναι αυτό; Κάτι έρχεται'' άκουσα τον ένα τους να λέει. Δεν πρόλαβα να ξανασηκώσω το παντελόνι, ένα αυτοκίνητο πέρασε με ταχύτητα ντόπιου. Βάλαμε τα γέλια όταν σκεφτήκαμε τι μπορεί να πέρασε από το μυαλό του επιβάτη του στην περίπτωση που μας είδε. Ουφ! Τελικά τα κατάφερα και ντύθηκα. Τι ξαλάφρωμα, τι ανακούφιση! Πλησιάζαμε στο Γύρι.

Κατασκοπεύαμε μέσα από τα δέντρα κάποια φυτεία σε μια στενόμακρη κοιλάδα. Να είναι αμπέλι ή τίποτα άλλο; Υποθέσεις. Κάναμε ζούμ με την κάμερα πάνω σε ακατοίκητα σπιτάκια. Θερινές κατοικίες αλλοτινών εποχών, προφανώς.
Διάλειμμα μισής ώρας για νερό, ψωμί, φρούτα, για το τελευταίο μου τσιγάρο και μια ματιά στο χάρτη κάτω από τον βαθύ ίσκιο μιας γέρικης ελιάς. Με λιγότερο πλέον βάρος στη πλάτη, συνεχίσαμε το δρόμο μας. Η παρέα εχτός από εμένα είχε και άλλον έξυπνο. Ο μικρός ανιψιός μου ανέβαινε το βουνό με τις σαγιονάρες (ναι, η εξυπνάδα είναι οικογενειακή μας υπόθεση), τα πόδια του είχαν ανάψει και γλιστρούσαν. Πέταξε τις σαγιονάρες και συνέχισε ξυπόλυτος για τα υπόλοιπα 2.5 χλμ. Οι πατούσες του είχαν γίνει ένα μαύρο πετσί. (Μυστικό και μη το πείτε πουθενά: επειδή και η φανέλα του είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα, την έβγαλε και κάλυψε τα υπόλοιπα δύο χλμ πισωπατώντας για να μη μαυρίσει από τον ήλιο μόνο στη πλάτη αλλά και από μπροστά!). Συναντήσαμε μία διχάλα και οι δύο δρόμοι κατέληγαν στη Λούχα. Ο ένας περνούσε από το Γύρι. Τελικά διαλέξαμε τον πιο σύντομο.


Συναντήσαμε κάνα δυό απομονωμένα σπίτια στο έμπα του χωριού και μετά από μια μικρή στροφή, είχαμε όλο το χωριό μπροστά μας, σε μια στενόμακρη κοιλάδα ανάμεσα σε δύο αντικριστούς λόφους. Το αναψυκτήριο που θα πίναμε τον καφέ μας ήταν στον απέναντι από το χωριό λόφο. Ρώτησα για Τσιγάρα. Βεβαίως και υπήρχε μαγαζί με τσιγάρα και διάφορα τουριστικά είδη. Έπρεπε να αφήσουμε τον κεντρικό δρόμο και να μπούμε στα καντούνια/καλντερίμια του χωριού. Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να υπάρχει τέτοια χωροταξική δόμηση στη Ζάκυνθο! Καμμία σχέση με το άπλωμα και σκόρπισμα των καμπίσιων χωριών μας. Εδώ, εμοιαζαν όλα (και ήταν) τόσο γραφικά! Τα στενά δρομάκια, τα χρώματα στα δίπατα σπίτια, τα πλεχτά με βελονάκι ή κοφτά κουρτινάκια στις γκλάστρες (τζάμια). Ακόμη και τα ερείπια στέκονταν περήφανα υπογραμμίζοντας τα περασμένα κλέη τους. Εκεί νιώσαμε πραγματικά σαν να ήμασταν τουρίστες σε άλλο τόπο. Τα ανίψια μου με τα κινητά τους τράβηξαν καταπληκτικές φωτογραφίες, εγώ με την κάμερα ( μα τι στο καλό, γιατί τρέμει η εικόνα; Πάρκινσον έχω;) χάαααλια! Πιθανόν τις επόμενες μέρες να προσθέσω μερικές από τις φωτογραφίες τους. Σε δημόσια πινακίδα διαβάσαμε ότι έχει ξεκινήσει πρόγραμμα ανάδειξης παλιών περιπατητικών μονοπατιών Λούχας-Γύρι (αν το θυμάμαι και καλά).
Με τα τσιγάρα ανά χείρας βγήκαμε ξανά στον κεντρικό δρόμο και ανεβήκαμε τα λίγα σκαλιά που μας χώριζαν από τον φραπέ μου. Μέσα σε έναν ελαιώνα στην πλαγιά του λόφου και σε επίπεδα επίπεδα, πάνω από το δρόμο και με θέα στο χωριό, στη κοιλάδα και στην απέναντι πλαγιά, διακοσμημένο με φυσικά υλικά από τη γύρω περιοχή, από βράχο του βουνού και από ξύλο της ελιάς, λειτουργεί μικρό αναψυκτήριο - σνακ μπαρ. Εδώ έτυχε να συναντήσω και ένα φίλο που είχα πολλά χρόνια να δω. Τον παπα Γιώργο του ''Αέρα'' (δεν ήξερα οτι είχε γίνει παπάς, αλλά και πάντα του αέρας ζωηρός ήτανε στη προηγούμενη δουλειά του) Τον φραπέ και τα παγωμένα αναψυκτικά τα απoλαύσαμε μέχρι τελευταίας σταγόνας, γιατί χύσαμε ποτάμια ιδρώτα μέχρι να φτάσουμε εδώ πάνω. Και η ώρα ήταν μόνο έντεκα το πρωί. Η εμπειρία όμως άξιζε κάθε ρανίδα που αναλώσαμε, γι αυτό λέμε φέτος να το ξανακάνουμε, όχι απαραίτητα σε βουνό αλλά ίσως και παρα θιν αλός Τσιλιβί-Αλυκές απεζή.

Όποιος πιστός...e-mail post.
Καλού, κακού έχω ήδη αγοράσει αδιάβροχη θήκη κινητού (ε, κάποιον πρέπει να ειδοποιήσουμε να έρθει να μας μαζέψει)!

4 σχόλια:

  1. Αυτό το καφενεδάκι στη Λούχα, το έχω βάλει στο μάτι κι εγώ. Να υποψιαστώ ότι τα ανίψια είναι ο Χ και Γ; Τη ζήλεψα πάντως τη βόλτα, αν και δεν ζήλεψα τα παθήματα και τη ζέστη! καλά να περάσεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν ξέρω πότε έκανες αυτή την υπέροχη πεζοπορία, αλλά τώρα έχει καεί το μεγαλύτερο μέρος αυτού του τοπίου ,η λαγκάδα και το βουνό του Φαγιά. ΚΡΙΜΑ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κική μου, ελπίζω να καταφέρεις να πας σε αυτό το καφενεδάκι, μη ξεχάσεις να κάμεις μία βόλτα μέσα στα καντούνια γύρω από την εκκλησία του χωριού. Τα ανίψια είναι πράγματι ο Χ. και ο Γ. Πριν δύο μέρες ο Χ. παρουσιάστηκε στο Μεσολόγγι για να υπηρετήσει την θητεία του. Μεγάλωσε και αυτός! Μία μέρα πριν φύγει κάναμε μια μικρή διαδρομή περπατώντας κατά μήκος των ακτών, Τσιλιβί (ποτάμι)- ΄Αμπουλα. Μαζί με τις στάσεις για τις φωτογραφίες , και την υπερπήδηση βράχων, κάναμε τρεις ωρες για να καλύψουμε αυτή την απόσταση.
    Είμαι ακόμη Ζάκυνθο. Πιστεύω θα ιδωθούμε σύντομα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πανόπτη, καλώς εκόπιασες. Τι να σε φιλέψω;
    Δυστυχώς, φέτος έχουν βάλει σκοπό να ξεπρασινίσουν το νησί.
    Την πραγματικά υπέροχη αυτή πεζοπορία την έκανα πριν ένα χρόνο, και η άγρια βλάστηση στη Λαγκάδα και το καταπράσινο του βουνού σε άφηνε με το στόμα ανοιχτό από το δέος. Πριν δύο μέρες έτυχε να ξαναπεράσω και έμεινα ξανά με το στόμα ανοιχτό από το σοκ... για το αποτρόπαιο έγκλημα. Κατάμαυρο το βουνό. Σήμερα τα ελικόπτερα περνούν συνέχεια, προσπαθώντας να σβήσουν τη φωτιά που άναψε από χθες... στις Μαριές νομίζω. Κρίμα! Κρίμα!
    Όταν ματαπεράσεις, μακάρι να έχω κάτι καλύτερο να σε φιλέψω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή