14/2/19

ΖΑΚΥΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΟΤΡΑΓΟΥΔΟ..


Μια φορά και έναν καιρό μια βασιλοπούλα βλέποντας τον γέρο πατέρα της να έχει πέσει στα πατώματα, επειδή ένας νεαρός βασιλιάς, ορέγομενος τα εδάφη της επικράτειάς τους, ζητούσε γη και ύδωρ, ειδεμή θα είχαν πόλεμο, αποφάσισε να ντυθεί άντρας και ως αρσενικός διάδοχος του πατέρα της να επισκεφτεί τον επίδοξο σφετεριστή του θρόνου και να προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη. Σε περίπτωση αποτυχίας θα πολεμούσε η ίδια μαζί του.
Μετά από πολλές φουρτούνες και περιπέτειες η εντυπωσιακή φρεγάτα της, επανδρωμένη με 40 παληκαρόπουλα του αναστήματός της, φτάνει στο λιμάνι του ''εχθρού''.
Ο νεαρός βασιλιάς, ο ''εχθρός'' δηλαδή, βλέποντας από τον πύργο του την πολυτελή φρεγάτα να μπαίνει στο λιμάνι του, σπεύδει να κατεβεί στην προκυμαία για να υποδεχτεί επίσημα τον σπουδαίο πρέσβη ''πρίγκιπα'' και τη συνοδεία του, όπως απαιτούσε το αντέτι. Κατά το αντέτι πάλι, αλλά ισως και από εσωτερική παρόρμηση και έλξη, ο νεαρός βασιλιάς σκύβει να φιλήσει τον επισκέπτη και....έγινε η ζημιά!!! Ο νεαρός επισκέπτης στοίχειωσε τον λοϊσμό του! ΄''Μα τι φιλί ήταν εκείνο; Τι γλυκό στόμα! Είναι άντρας, μα φιλεί σαν γυναίκα! Τι μου συμβαίνει;'' Μην αντέχοντας τις αμφιβολίες για την αυθεντικότητα της σεξουαλικής του ταυτότητας και των προτιμήσεών του, εμπιστεύεται τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες του στη μανούλα. Εκείνη ακουγοντάς τον, ειναι αλήθεια, ψιλοταράχτηκε! Τι θα γενόταν το βασίλειο, αν το βλαστάρι της, αντί για γυναίκες, άρχιζε να ποθεί άντρες και δεν άφηνε απογόνους να τον διαδεχτούν στον θρονο; Όμως, σοφή ούσα, η βασιλομήτωρ βρήκε γρήγορα την ψυχραιμία της και τον συμβούλευσε να προσκαλέσει σε ξιφομαχία τον φιλοξενούμενο και αν κέρδιζε ο νεαρός ξένος πρίγκιπας, τότε σίγουρα και απαρασάλευτα ήταν άντρας!
Ο νεαρός βασιλιάς ακολούθησε κατά γράμμα ο,τι του είπε η μανούλα, αλλά μετά το πέρας της ξιφομαχίας παρέμεινε εξίσου μπερδεμένος με πριν! Ξαναπηγαίνει στη μέντορά του, τη μανούλα, και της ξανακουμπάει τους προβληματισμούς του. Είχε νικηθεί! Ο πρίγκιπας ξιφομαχούσε σαν άντρας, μα εκείνο το φιλι....!!! Εκείνο το φιλί, ακόμη του έκαιγε τα χείλη...!
Ακολουθεί νέα συμβουλή από τη μαμά: Να τον καλέσει για κολύμπι! Τι στο καλό! Αν είναι άρρεν, σερνικός παναπεί, θα δεχτεί. Αν είναι θηλυκό, και αν έχει τσίπα πάνω της, θα αρνηθεί γιατί θα ντραπεί να γυμνωθεί μπροστά του και να μείνει με τη σκαμπαβία μοναχά και τα κότολα. Και τω όντι, ο νεαρός πρίγκηψ δέχτηκε ευχαρίστως την πρόκληση και προς μεγάλη, εννοείται, απογοήτευση του νεαρού βασιλιά, γιατί πλέον, έπρεπε να συμβιβαστεί με την νέα πραγματικότητα των σεξουαλικών του προτιμήσεων.
Και εδώ αρχίζουν τα νόστιμα! Ο πρίγκιπας, η νεαρή βασιλοπούλα δηλαδή, είχε σχέδιο..... αλλά το παρακάτω δεν γνωρίζω να σας το πω, καθώς οι σχετικοί στίχοι δεν έχουν διασωθεί! Ωστόσο το παραμύθι μας, σύμφωνα με τους τελευταίους στίχους που διασώθηκαν, έχει χάπι εντ!!! Ο έρωτας είναι αμοιβαίος, ο πόλεμος αποσωβείται και το ζεύγος καταφτάνει στην πατρίδα της γενναίας κόρης και ζήσαν όλοι μια χαρά και μεις καλύτερααα!
Το παραπάνω παραμύθι στην Ζάκυνθο έγινε δημοτικό τραγούδι, ενώ στην Ήπειρο συναντάμε παραλλαγές του παραμυθιού για μία βασιλοπούλα που πήγε στον πόλεμο και επειδή με το πέρας του πολέμου περηφανεύτηκε οτι πήγε παρθένα γύρισε παρθένα, ο προσβεβλημένος βασιλιάς την απήγαγε, εκείνη από τον θυμό της πήρε όρκο σιωπής, μέχρι που η μνηστή του βασιλέως την αντιμετώπισε ως δουλάρα και τα πήρε στο κρανίο η μουγγή, και έβγαλε μια γλώσσα να...! κλπ κλπ! Αυτά στην Ήπειρο. Αλλά και αλλού συναντάμε διάφορες παραλλαγές του. Η πιο συχνή είναι οτι σε κάποιες από τις δοκιμασίες έσπασε ένα από τα κουμπιά του μπούστου και φάνηκε το βυζί της, όμως το υπόλοιπο κόνσεπτ είναι εντελώς διαφορετικό. Δεν έχει τις νοστιμιές του ζακυνθινού.
Παρακάτω απολαύστε την έμμετρη μορφή του παραμυθιού, από δημοτικό άσμα της Ζακύνθου, όπως το διέσωσε ο Λ. Ζώης στο ιστορικολαογραφικό του λεξικό. Εκτιμώ οτι δημιουργήθηκε στο α' μισό του 19ου αιώνα επί αγγλικής κυριαρχίας, όταν πλέον οι ζακυνθινομωραϊτες και οι ηπειρώτες, καλαρύτες και γιαννιώτες, είχαν εγκατασταθεί στο νησί, όταν το τσεκίνι είχε πάψει να υφισταται και η ελληνική είχε γίνει η επίσημη γλώσσα. Το ''φριγάδα'' από το αγγλικο frigade αντί του βενετσιάνικου fregada ή του ιταλικού fregata, καθώς και το τουρκικο νόμισμα γρόσι που άρχισε να εισρέει στα εφτάνησα μετά το ορλοφικά αλλά σε σημαντικές ποσότητες κυρίως μετά το 1812, όταν υπήρξε έλλειψη μικρού νομίσματος, καθώς και οι τούρκικες λέξεις ''ντιβάνι'' και ''σελάχια''(είναι ο ζωστήρας για όπλα), σηματοδοτούν κάπως τον χρονο δημιουργίας του.
"Βασιλοπούλα κάθεται σ' ολόχρυσο παλάτι
έχει ριμμένα τα μαλλιά στην κρουσταλένια πλάτη,
Έχει τ' Απρίλη τσι δροσιές, τα λούλουδα του Μάη
τον κύρη της παρακαλεί και τον συχνορωτάει:
-''Για πες μου, βασιλέα μου, γιατί βαρυκαρδίζεις,
που εσύ έχεις χώρες και χωριά και συ τα διορίζεις;
Πού έχεις λιβάδια αμέτρητα, γρόσια πολλά κατέχεις,
πες μου σ' εμέ τον πόνο σου, μολόγησέ μου τι έχεις;''
-''Μα τι έχω, κόρη, να σου πω πολύ θα σε πικράνω
τι με ωφελούνε τα καλά, τα γρόσια τι να κάνω;
Πού ένας μεγάλος βασιλιάς, κι έν' άξιο παλικάρι
που έχει στρατόν αμέτρητο, γυρεύει να μου πάρει
τσι χώρες μου και τα χωριά αδίκως ν' αποκτήσει,
αλλοιώς αυτός μου εμήνυσε πως θα με πολεμήσει!''
-''Γι αυτό, κύρη μου, θλίβεσαι και μέναμε πικραίνεις;
Εγώ θα πάω για τα σε και ήσυχος να μένεις.
Φριγαδα αρματωσε χρυσή και τα κουπιά ασημένια,
βάλε πανιά μεταξωτά, σαβούρα σιδερένια.
Βάλε στη πρυμνη το Σταυρό, στη πλώρη κεντημενα
φλαμπουρα με σαράντα νιους όμορφους σαν και μενα!
ούλοι νάχουν το μπόι μου και την περπατησιά μου
και κόψε και τα ρούχα τους αφ' τα χρυσά προικιά μου.
Αντρίκια ρούχα θα ντυθώ και θάλασσες θα σκίσω,
θα πάω να βρω τον βασιλιά να τονε πολεμήσω.
Αντρίκια ρούχα θα ντυθώ να βγω καμαρωμένα
και δος μου τα σελάχια μου τα χρυσοαργυρωμένα!''
Λίγος καιρός δεν πέρασε που η φριγάδα φεύγει,
χρυσή φριγάδα, ολόχρυση, ηλιοστεφανωμένη.
Το γύρο γύρο χαιρετά και στη φριγάδα μπαίνει
τον κύρη της παρακαλεί κι αυτά του παραγγέρνει:
-''Αν κάμεις χρόνια να με ιδείς, χρόνια για να μ' ακούσεις,
μην κατεβείς εις το γυαλό, τους ναύτες να ρωτήσεις!
Κύταξε τ' 'αστρο της νυχτός και τ' άστρο όντας φωτίσει!
όντας το ιδείς κι είναι θολό, ο χάρος θα νικήσει''.
Την άγκυρα εσηκώσανε και τα πανιά απλώσαν
και η φριγάδα εκίνησε, τα φλάμπουρα εφουσκώσαν,
κοντά της με σαράντα νιους, σαράντα παλικάρια
όλοι με ίδια φορεσιά εις τα μαργαριτάρια.
Εις τη βαθιά τη θάλασσα με ταραχή εδιαβαίναν
σύννεφ' από τον ουρανό μαύρα και αραχνιασμένα.
Βαρύς βορειάς εφύσηξε κ' εσήκωσε το κύμα
και η φριγάδα εσείστηκε και τα κατάρτια ετρίξαν
κι η ρηγοπούλα φώναξε τους ναύτες:''τι κοιτάτε;
Παιδιά, μαζεύτε τα πανιά και μη χασομεράτε''
και στο τιμόνι κάθεται και κοίταζε απ' την πλώρα
''Παιδιά, καρδιά κι αγνάντεψα του βασιλιά τη χώρα!''
Με τα σαράντα δύο κουπιά εφτάσαν στο λιμάνι
κι ο βασιλιάς του παλατιού καθόταν στο ντιβάνι.
Λαμπρά ρούχα εφόρεσε και φθάνει στο λιμάνι,
ειδ' ένα νέο όμορφο στον κόσμο δεν εφάνη
και με το ''καλωσόρισες'', πριν του μιλήσει ακόμα,
έσκυψε, τον εφίλησε γλυκά-γλυκά στο στόμα.
Παραέξω η κορη ετραβήχτηκε περήφανα του λέγει:
''Εγώ είμαι βασιλόπουλο και ήρθα για τα σένα.
Είμ' εκεινού που μήνυσες άδικα ν΄αποχτήσεις
τσι χώρες του και τα χωριά , αλλοιώς θα πολεμήσεις
Ο κύρης μου κι ο βασιλιάς μ' έστειλε να σ' ορίσω,
την ίδια γνώμη αν κρατείς, για να σε πολεμήσω''.
Ετότε ο νέος εκίνησε στη μάνα του πηγαίνει,
δεν ξέρει πότε έφτασε, τη σκάλα ανεβαίνει:
-''Μάνα, έφτασε νέος κι άραξε, μάνα μου στο λιμάνι,
οπού στα μάτια μου στον κόσμο δεν εφάνη,
Έχει του ήλιου τη θωριά , του φεγγαριού τη χάρη,
ποτέ μου δεν έχω ιδεί τέτοιας λογής καμάρι.
Μάνα, δεν ήταν νέου φιλί, στο στόμα τόχω ακόμα,
Ω! μ' έκαψε, με φλόγισε, ω! μου ΄καψε το στόμα!''
-''Σώπα, σώπα, παιδάκι μου και μη το βάνει ο νους σου
κόρη ναρθεί τόσο μακρυά στους τόπους τους δικούς σου,
που είναι τρομάρα θάνατος να φτάσει στο λιμάνι!''
-''Μάνα, δεν ήταν νέου φιλί, μανούλα μου, εκείνο,
παρά είναι κόρης όμορφης, γι αυτό φαρμάκι πίνω''.
-''Σύρε να παίξετε σπαθί, να ρίξετε λιθάρι
και α σε περάσει, είναι νιός και πρώτο παλικάρι''.
Πήγαν και παίξανε σπαθί και ρίξανε, λιθάρι
κι η κόρη επροσπέρασε και βγήκε με καμάρι.
-''Μάνα, είναι νέος στο σπαθί και νέος στο λιθάρι
και νέα είναι στο φιλί και βγαίνει με καμάρι''.
-''Σύρε να κολυμπήσετε στη θάλασσα, όντας φέξει
κι αν είναι νέος θα το δεχτεί και κόρη δε θα στρέξει''.
Η κόρη όντας τ' άκουσε, δεν κλαίει, δε δειλιάζει,
-''Μετά χαράς σου, βασιλιά, στη θάλασσα να μπούμε,
ταχειά, α θες και δίνεσαι μαζί να παραβγούμε''.
Τα παλικάρια μυστικά τα 'κραξε αράδα-αράδα.
-''Έτοιμη θέλω το πρωί για να βρεθεί η φριγάδα!''
Και η φριγάδα είν' 'ετοιμη, έτοιμη να κινήσει
κι ο βασιλιάς περίμενε το νέο να κολυμπήσει.
.....................................................................
.........................................................................
................ΧΑΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ......................
.................................................................
-''Α σου 'φταιξα, συμπάθησε.......................
για ένα φιλί που σου δωσα, κάλλιο να μη στο είχα δώσει,
που μ΄έκαμες και βρίσκουμαι χωρίς καρδιά και γνώση.
Σύρε να πεις του κύρη σου να μην κρατήσει αμάχη
νύφη να γένει η κόρη του, γιο του να με ονομάσει''
Τα παλικάρια τραγουδάν΄τα όργανα χτυπάνε
κι η κόρη με το βασιλιά έρωτα μολογάνε.
Ο βασιλιάς καθότανε, στα πέλαγα κοιτάει,
βλέπει τη θυγατέρα του, εις τη φριγάδα πάει.
Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη;
Ποιος είδε κόρη όμορφη στ' αντρίκια φορεμένη
να παιζει με τη θάλασσα, το κύμα να μουλώνει,
να μαϊνάρει τα πανιά, ν' αρπάζει το τιμόνι;
Να βγαίνει πρώτη στο σπαθί και πρώτη στο λιθάρι;
και κερδισμένη πάντοτε να βγαίνει με καμάρι;
-''Καλώς τηνε την κόρη μου, τη βλέπω και θαυμάζω΄
πολεμιστή την έστειλα, νύφη την αγκαλιάζω''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου